Σινεμά -και η φαντασία καλπάζει μαζί με τις ταινίες που έχουμε αγαπήσει μέσα στο πέρασμα των χρόνων
Για τους περισσότερους ο κινηματογράφος είναι μια μορφή διασκέδασης, μια ευκαιρία να ξεφύγουν από τα προβλήματα της καθημερινότητας, περνώντας δύο ώρες ξεγνοιασιάς μέσα στο καταφύγιο της σκοτεινής αίθουσας.
Πολλές φορές και πολλούς ανθρώπους αυτή η απόδραση από την καθημερινότητα είναι αναγκαία.
Μέσα στην σκοτεινή αίθουσα ο εξαντλημένος από την πεζή πραγματικότητα άνθρωπος ταξιδεύει σε άλλους τόπους μακρινούς για να γνωρίσει άλλους ανθρώπους πιο γενναίους, πιο όμορφους,πιο ξέγνοιαστους,πιο αστείους,πιο ερωτευμένους, πιο κατατρεγμένους,πιο φτωχούς, πιο κακούς,πιο πλούσιους…
Ο κάθε ένας έχει τις δικές του αγαπημένες ταινίες στο διάβα των χρόνων
Ας δούμε ποιες από τις χιλιάδες ταινίες που έχουν κυκλοφορήσει από την αυγή του κινηματογράφου διαλέγει να αναφέρει ένας από τους γνωστότερους Έλληνες κριτικούς κινηματογράφου ο Δημήτρης Δανίκας σε ένα παλιό του άρθρου το μακρινό 2009…
Αγαπημένες ναι, καλύτερες ποτέ!
Από το 1950 και ύστερα, κάθε φορά, με κάθε δημοψήφισμα, ο ερωτώμενος απαντά πως the best movie of all times is «Πολίτης Κέιν».
Άντε ενίοτε, κυρίως πριν από το γκρέμισμα του υπαρκτού σοσιαλισμού, στη δεύτερη ή την τρίτη θέση να διείσδυσε και ο Σεργκέι Αϊζενστάιν με το «Θωρηκτό Ποτέμκιν».
Ο λόγος ένας και μοναδικός. Ανεξάρτητα αν ο ερωτώμενος είναι κριτικός, θεωρητικός, ακόμα και θεατής απλός.
Ο ρόλος υπερβαίνει το ανθρώπινο μέτρο.
Σαν να υποδύεσαι τον Πάπα, τον Θεό, αρχιμανδρίτη και αστροφυσικό. Μα ποιος μπορεί να γνωρίζει τι είναι καλύτερο και τι καλό;
Ο κανείς!
Το ίδιο ακριβώς και με την έρευνα του «Ταχυδρόμου». Το αποτέλεσμα της πρώτης δεκάδας καταλήγει ως εξής: έξι από τις δέκα προέρχονται από ΗΠΑ.
Δύο από Φελίνι και Ιταλία και από μία Ρωσία με Ταρκόφσκι και Ιαπωνία με Κουροσάβα. Πράγμα που σημαίνει μονοπώλιο των ΗΠΑ η αφρόκρεμα της κινηματογραφικής κουλτούρας.
Πως η Ρωσία, ως ΕΣΣΔ με θηριώδεις επιτεύξεις (Ντοβζένκο, Αϊζενστάιν, Παρατζάνοφ, Σενγκελάγια και δεκάδες νεότερους σκηνοθέτες), ο φτωχός συγγενής της ιστορίας.
Πως μοναδικός εκπρόσωπος της θρυλικής ιταλικής σχολής είναι ο Φεντερίκο Φελίνι.
Πως η Ιαπωνία χωρίς τον Κουροσάβα δεν θα υπήρχε στο χάρτη της κινηματογραφίας.
Μια πλάνη τόσο δυσθεώρατη όσο και η άλλη πως η Γη ήταν επίπεδη σαν το μπιφτέκι.
Και πως η Γαλλία είναι κάτι λιγότερο από την Ελλάδα: the big chill!
Τα πράγματα ακόμα πιο μελαγχολικά με τον κατάλογο της 26άδας. Οπου ο Μιχάλκοφ είναι περίπου ισοδύναμος με Αϊζενστάιν (από μία ταινία έκαστος).
Όπου η «Ευδοκία» ανώτερη από πλήθος θρυλικών και μοναδικών ερωτικών ιστοριών.
Όπου ο «Λόρενς της Αραβίας» είναι ό,τι καλύτερο έχει υπογράψει ο Ντέιβιντ Λιν. Και όπου η Γαλλία ανίκανη να συμπεριληφθεί ακόμα και μέσα στις 26 καλύτερες όλων των εποχών. Προφανώς Ζαν Ρενουάρ και «Κανόνας του παιχνιδιού», Ζαν Λικ Γκοντάρ, Φρανσουά Τριφό, Λουί Μαλ, Ζακ Τατί, Ρομπέρ Μπρεσόν (μεγιστοτεράστιος μινιμαλιστής), για να αναφέρω μερικούς εξ αυτών, είναι της Β΄ εθνικής.
Και το χειρότερο;
Πάντα, σε όλες σχεδόν τις λίστες των καλύτερων ταινιών, απουσιάζουν οι πρόσφατες παραγωγές.
Σαν ο χρόνος να σταμάτησε κάπου εκεί μεταξύ του 1941 και του «Πολίτη Κέιν» και της δεκαετίας του ’70 με την «Αποκάλυψη τώρα» του Φράνσις Φορντ Κόπολα.
Μη με ρωτάτε «γιατί». Αυτονόητο δηλαδή.
Το «καλύτερο» πάντα είναι το παρελθόν.
Σε κάθε εποχή.
Έτσι, κανένα ρίσκο.
Έτσι, ακούνητη η κινηματογραφική διαδρομή.
Έτσι, τίποτα το άξιο λόγου δεν έχει συμβεί.
Έτσι, τα τελευταία χρόνια χωρίς καμία τομή.
Τι συμβαίνει;
Απλό.
Κανείς δεν μπορεί να ξέρει ποια η καλύτερη όλων των εποχών.
Αντιθέτως γνωρίζει με την καρδιά, τη συγκίνηση και το μυαλό του ποιες οι αγαπημένες του.
Ανεξάρτητα από ονόματα, προκαταλήψεις και δάνεια θεωρητικών.
Τι με συγκίνησε λοιπόν.
Ποτέ λοιπόν «ποια η καλύτερη όλων των εποχών».
Το εξηγώ και προκαλώ.
Με ένα πρόχειρο κατάλογο από τα πιο αγαπημένα και συγκινητικά.
Έτσι σκόρπια, χωρίς αρίθμηση και αξιολόγηση:
«Η επιστροφή», Αντρέι Ζιάνγκιτσεφ (Ρωσία)
«Chinatown», Ρομάν Πολάνσκι (ΗΠΑ)
«2046», Γουόνγκ Καρ Βάι (Κίνα)
«Ήρωας», Ζανγκ Γίμου (Κίνα)
«Φάργκο», αδερφοί Κόεν (ΗΠΑ)
«Το χρήμα», Ρομπέρ Μπρεσόν (Γαλλία)
«Match point», Γούντι Άλεν (ΗΠΑ)
«Έλα να δεις», Έλεμ Κλίμοφ (ΕΣΣΔ)
«Το κοπάδι», Γιλμάζ Γκιουνέι (Τουρκία)
«Οι 3 πίθηκοι», Νουρί Μπίλγκε Τζειλάν (Τουρκία)
Και πάλι όμως αδικώ. Τις συγκινήσεις και την καρδιά μου εννοώ.
Λατρεμένες το ίδιο με τις προηγούμενες και αυτές:
«Νύχτες της Καμπίρια», Φεντερίκο Φελίνι (Ιταλία)
«Το μωρό της Ρόζμαρι», Ρομάν Πολάνσκι (ΗΠΑ)
«Οι ασυγχώρητοι», Κλιντ Ίστγουντ (ΗΠΑ)
«Ο άνθρωπος από τη Γαλλία», Ουίλιαμ Φρίντκιν (ΗΠΑ)
«Η Χάνα και οι αδερφές της», Γούντι Άλεν (ΗΠΑ)
«Η διπλή ζωή της Βερονίκ», Κριστόφ Κισλόφσκι (Πολωνία)
«Περσόνα», Ίνγκμαρ Μπέργκμαν (Σουηδία)
«Σκιές», Τζον Κασσαβέτης (ΗΠΑ)
«Το χαμίνι», Τσάρλι Τσάπλιν (ΗΠΑ)
«Η συνομιλία», Φράνσις Φορντ Κόπολα (ΗΠΑ)
«Η ζωή του ζωγράφου Πιροσμάνι», Γκιόργκι Σενγκελάγια (ΕΣΣΔ)
«Μηχανικά πιάνα», Αντρέι Μιχάλκοφ (ΕΣΣΔ)
«Μπάρι Λίντον», Στάνλεϊ Κιούμπρικ (ΗΠΑ)
«Σύντομη συνάντηση», Ντέιβιντ Λιν (Αγγλία)
«Όταν πετούν οι γερανοί», Μιχαήλ Καλατόζοφ (ΕΣΣΔ)
«Η Γη», Αλεξάντρ Ντοβζένκο (ΕΣΣΔ)
«Χορεύοντας μ’ έναν ξένο», Μάικλ Νιούελ (Αγγλία)
«Αναπαράσταση», Θόδωρος Αγγελόπουλος (Ελλάδα)
«Ο θρόνος του αίματος», Ακίρα Κουροσάβα (Ιαπωνία)
«Ταξίδι στο Τόκιο», Γιοσιζούρου Ότζου (Ιαπωνία)
«Playtime», Ζακ Τατί (Γαλλία)
«Ο τρελός Πιερό», Ζαν Λικ Γκοντάρ (Γαλλία)
«Κόκκινη έρημος», Μικελάντζελο Αντονιόνι (Ιταλία)
«Ο Ρόκο και τ΄ αδέρφια του», Λουκίνο Βισκόντι (Ιταλία)
«Μερικοί το προτιμούν καυτό», Μπίλι Ουάιλντερ (ΗΠΑ)
«Η λεωφόρος της Δύσεως», Μπίλι Ουάιλντερ (ΗΠΑ)
«Ξέφρενες νύχτες», Πολ Τόμας Άντερσον (ΗΠΑ)
«Ο μεγάλος Λεμπόφσκι», αδερφοί Κόεν (ΗΠΑ)
«Το γράμμα μιας άγνωστης», Μαξ Οφίλς (Γαλλία, Αυστρία)
«Άσε το κακό να μπει», Τόμας Άλφρεντσον (Σουηδία)
«Φίλησέ με μέχρι θανάτου», Ρόμπερτ Όλντριτς (ΗΠΑ)
«Η μαμά και η πόρνη», Ζαν Εστάς (Γαλλία)
«Ριφιφί», Ζιλ Ντασέν (Γαλλία)
«Μανχάταν», Γούντι Άλεν (ΗΠΑ)
«Η έξαψη», Λόρενς Κάσνταν (ΗΠΑ)
«Όλα τα πρωινά του κόσμου», Αλέν Κορνό (Γαλλία)
«Ο τελευταίος των Μοϊκανών», Μάικλ Μαν (ΗΠΑ)
«Gran Torino», Κλιντ Ίστγουντ (ΗΠΑ)
Να συνεχίσω; Περιττό. Για δύο λόγους.
Ο πρώτος είναι η προοπτική και ο χρόνος.
Τίποτα δεν σταμάτησε, τίποτα δεν τελείωσε, τίποτα δεν πέθανε.
Ξανά προς την δόξα τραβά.
Όσοι φορούν παντόφλες τελειώσανε.
Η ακατανίκητη και μόνιμη νοσταλγία είναι ό,τι χειρότερο για την εξέλιξη και την κινηματογραφία.
Παραδείγματα πολλά.
Πέθανε ο Αντρέι Ταρκόφσκι, αλλά ο Μπίλγκε Τζειλάν συνεχίζει με «Τρεις πιθήκους» από Τουρκία.
Αποβίωσε η νουβέλ βαγκ, αλλά το «Ανάμεσα στους τοίχους» εκτόξευσε τη Γαλλία πολύ ψηλά.
Γκρεμίστηκε η σοβιετική σχολή, αλλά ο Αντρέι Ζιάνγκιτσεφ με την «Επιστροφή» με έχει στοιχειώσει για τα καλά.
Και κάτι ακόμα.
Η βιομηχανία του Χόλιγουντ καλπάζει σαν τεθωρακισμένη μεραρχία.
Όμως το παράλληλο κύκλωμα και η ανεξαρτησία με πνοή και ευαισθησία.
Το απρόσμενο, απροσδόκητο, το ανατρεπτικό, η έκπληξη, το διαφορετικό είναι τα αναντικατάστατα ατού μιας τέχνης που ανθεί μέσα στην παρακμή της.
Πάντα με μάτια ανοιχτά και πάντα αθώα, σαν να είναι η πρώτη σου φορά!
Και, τέλος, το κριτήριο προέρχεται από το σώμα και την καρδιά.
Αν ρωτούσατε κάποιον άλλο θεατή και ειδικό «ποιες οι καλύτερες όλων των εποχών», στις πρώτες θέσεις θα έβαζε το «Pulp Fiction» του Κουέντιν Ταραντίνο (χίλιες φορές προτιμότερο το «Reservoir Dogs», την πραγματικά ταινία-ταινία που έκανε σε όλη τη μέχρι σήμερα διαδρομή του).
Το ζήτημα, λοιπόν, εντελώς υποκειμενικό. Πράγμα που σημαίνει «μην παριστάνετε τον Θεό.Be yourself, παρακαλώ».
Η τέχνη-σε όλες τις μορφές και τις εκδοχές της-το πιο ακραίο ελεύθερο και δημοκρατικό πεδίο της οικουμένης.
Ο καθείς μπορεί ελευθέρως να κάμει ό,τι θέλει.
Να δακρύσει, να γελάσει, να χλευάσει, να φτύσει, να εκτοξεύσει ζαρζαβατικά και κλούβια αβγά.
Τα πάντα.
Απαγορεύσεις και καλλιτεχνία, πράγματα ασυμβίβαστα.
Διαζευγμένα από τη μήτρα.
Όπως ο αληθινός έρωτας. Κάθε φορά στο πάθος και τη μοναδική καρδιά.
Ακόμα και μια πουτάνα αγαπάς.
Αυτή η γυναίκα της ζωής μου.
Κάθε φορά από την αρχή ξανά. Κάθε φορά με όλες τις αγάπες προχωράς. Κάθε φορά κάποια άλλη αγαπάς.
Αλλά και κάθε φορά τίποτα δεν ξεχνάς.
Γι΄ αυτό, όταν με ρωτάνε «ποιες οι καλύτερες», απάντηση μία χωρίς συζήτηση καμία.
Όταν οι άντρες αγαπούν μόνο τις ξανθές, ε, τότε χάνουν τη μελαχρινή, την καστανή και την κόκκινη ηδονή!
Για τους περισσότερους ο κινηματογράφος είναι μια μορφή διασκέδασης, μια ευκαιρία να ξεφύγουν από τα προβλήματα της καθημερινότητας, περνώντας δύο ώρες ξεγνοιασιάς μέσα στο καταφύγιο της σκοτεινής αίθουσας.
Πολλές φορές και πολλούς ανθρώπους αυτή η απόδραση από την καθημερινότητα είναι αναγκαία.
Μέσα στην σκοτεινή αίθουσα ο εξαντλημένος από την πεζή πραγματικότητα άνθρωπος ταξιδεύει σε άλλους τόπους μακρινούς για να γνωρίσει άλλους ανθρώπους πιο γενναίους, πιο όμορφους,πιο ξέγνοιαστους,πιο αστείους,πιο ερωτευμένους, πιο κατατρεγμένους,πιο φτωχούς, πιο κακούς,πιο πλούσιους…
Ο κάθε ένας έχει τις δικές του αγαπημένες ταινίες στο διάβα των χρόνων
Ας δούμε ποιες από τις χιλιάδες ταινίες που έχουν κυκλοφορήσει από την αυγή του κινηματογράφου διαλέγει να αναφέρει ένας από τους γνωστότερους Έλληνες κριτικούς κινηματογράφου ο Δημήτρης Δανίκας σε ένα παλιό του άρθρου το μακρινό 2009…
Αγαπημένες ναι, καλύτερες ποτέ!
Από το 1950 και ύστερα, κάθε φορά, με κάθε δημοψήφισμα, ο ερωτώμενος απαντά πως the best movie of all times is «Πολίτης Κέιν».
Άντε ενίοτε, κυρίως πριν από το γκρέμισμα του υπαρκτού σοσιαλισμού, στη δεύτερη ή την τρίτη θέση να διείσδυσε και ο Σεργκέι Αϊζενστάιν με το «Θωρηκτό Ποτέμκιν».
Ο λόγος ένας και μοναδικός. Ανεξάρτητα αν ο ερωτώμενος είναι κριτικός, θεωρητικός, ακόμα και θεατής απλός.
Ο ρόλος υπερβαίνει το ανθρώπινο μέτρο.
Σαν να υποδύεσαι τον Πάπα, τον Θεό, αρχιμανδρίτη και αστροφυσικό. Μα ποιος μπορεί να γνωρίζει τι είναι καλύτερο και τι καλό;
Ο κανείς!
Το ίδιο ακριβώς και με την έρευνα του «Ταχυδρόμου». Το αποτέλεσμα της πρώτης δεκάδας καταλήγει ως εξής: έξι από τις δέκα προέρχονται από ΗΠΑ.
Δύο από Φελίνι και Ιταλία και από μία Ρωσία με Ταρκόφσκι και Ιαπωνία με Κουροσάβα. Πράγμα που σημαίνει μονοπώλιο των ΗΠΑ η αφρόκρεμα της κινηματογραφικής κουλτούρας.
Πως η Ρωσία, ως ΕΣΣΔ με θηριώδεις επιτεύξεις (Ντοβζένκο, Αϊζενστάιν, Παρατζάνοφ, Σενγκελάγια και δεκάδες νεότερους σκηνοθέτες), ο φτωχός συγγενής της ιστορίας.
Πως μοναδικός εκπρόσωπος της θρυλικής ιταλικής σχολής είναι ο Φεντερίκο Φελίνι.
Πως η Ιαπωνία χωρίς τον Κουροσάβα δεν θα υπήρχε στο χάρτη της κινηματογραφίας.
Μια πλάνη τόσο δυσθεώρατη όσο και η άλλη πως η Γη ήταν επίπεδη σαν το μπιφτέκι.
Και πως η Γαλλία είναι κάτι λιγότερο από την Ελλάδα: the big chill!
Τα πράγματα ακόμα πιο μελαγχολικά με τον κατάλογο της 26άδας. Οπου ο Μιχάλκοφ είναι περίπου ισοδύναμος με Αϊζενστάιν (από μία ταινία έκαστος).
Όπου η «Ευδοκία» ανώτερη από πλήθος θρυλικών και μοναδικών ερωτικών ιστοριών.
Όπου ο «Λόρενς της Αραβίας» είναι ό,τι καλύτερο έχει υπογράψει ο Ντέιβιντ Λιν. Και όπου η Γαλλία ανίκανη να συμπεριληφθεί ακόμα και μέσα στις 26 καλύτερες όλων των εποχών. Προφανώς Ζαν Ρενουάρ και «Κανόνας του παιχνιδιού», Ζαν Λικ Γκοντάρ, Φρανσουά Τριφό, Λουί Μαλ, Ζακ Τατί, Ρομπέρ Μπρεσόν (μεγιστοτεράστιος μινιμαλιστής), για να αναφέρω μερικούς εξ αυτών, είναι της Β΄ εθνικής.
Και το χειρότερο;
Πάντα, σε όλες σχεδόν τις λίστες των καλύτερων ταινιών, απουσιάζουν οι πρόσφατες παραγωγές.
Σαν ο χρόνος να σταμάτησε κάπου εκεί μεταξύ του 1941 και του «Πολίτη Κέιν» και της δεκαετίας του ’70 με την «Αποκάλυψη τώρα» του Φράνσις Φορντ Κόπολα.
Μη με ρωτάτε «γιατί». Αυτονόητο δηλαδή.
Το «καλύτερο» πάντα είναι το παρελθόν.
Σε κάθε εποχή.
Έτσι, κανένα ρίσκο.
Έτσι, ακούνητη η κινηματογραφική διαδρομή.
Έτσι, τίποτα το άξιο λόγου δεν έχει συμβεί.
Έτσι, τα τελευταία χρόνια χωρίς καμία τομή.
Τι συμβαίνει;
Απλό.
Κανείς δεν μπορεί να ξέρει ποια η καλύτερη όλων των εποχών.
Αντιθέτως γνωρίζει με την καρδιά, τη συγκίνηση και το μυαλό του ποιες οι αγαπημένες του.
Ανεξάρτητα από ονόματα, προκαταλήψεις και δάνεια θεωρητικών.
Τι με συγκίνησε λοιπόν.
Ποτέ λοιπόν «ποια η καλύτερη όλων των εποχών».
Το εξηγώ και προκαλώ.
Με ένα πρόχειρο κατάλογο από τα πιο αγαπημένα και συγκινητικά.
Έτσι σκόρπια, χωρίς αρίθμηση και αξιολόγηση:
«Η επιστροφή», Αντρέι Ζιάνγκιτσεφ (Ρωσία)
«Chinatown», Ρομάν Πολάνσκι (ΗΠΑ)
«2046», Γουόνγκ Καρ Βάι (Κίνα)
«Ήρωας», Ζανγκ Γίμου (Κίνα)
«Φάργκο», αδερφοί Κόεν (ΗΠΑ)
«Το χρήμα», Ρομπέρ Μπρεσόν (Γαλλία)
«Match point», Γούντι Άλεν (ΗΠΑ)
«Έλα να δεις», Έλεμ Κλίμοφ (ΕΣΣΔ)
«Το κοπάδι», Γιλμάζ Γκιουνέι (Τουρκία)
«Οι 3 πίθηκοι», Νουρί Μπίλγκε Τζειλάν (Τουρκία)
Και πάλι όμως αδικώ. Τις συγκινήσεις και την καρδιά μου εννοώ.
Λατρεμένες το ίδιο με τις προηγούμενες και αυτές:
«Νύχτες της Καμπίρια», Φεντερίκο Φελίνι (Ιταλία)
«Το μωρό της Ρόζμαρι», Ρομάν Πολάνσκι (ΗΠΑ)
«Οι ασυγχώρητοι», Κλιντ Ίστγουντ (ΗΠΑ)
«Ο άνθρωπος από τη Γαλλία», Ουίλιαμ Φρίντκιν (ΗΠΑ)
«Η Χάνα και οι αδερφές της», Γούντι Άλεν (ΗΠΑ)
«Η διπλή ζωή της Βερονίκ», Κριστόφ Κισλόφσκι (Πολωνία)
«Περσόνα», Ίνγκμαρ Μπέργκμαν (Σουηδία)
«Σκιές», Τζον Κασσαβέτης (ΗΠΑ)
«Το χαμίνι», Τσάρλι Τσάπλιν (ΗΠΑ)
«Η συνομιλία», Φράνσις Φορντ Κόπολα (ΗΠΑ)
«Η ζωή του ζωγράφου Πιροσμάνι», Γκιόργκι Σενγκελάγια (ΕΣΣΔ)
«Μηχανικά πιάνα», Αντρέι Μιχάλκοφ (ΕΣΣΔ)
«Μπάρι Λίντον», Στάνλεϊ Κιούμπρικ (ΗΠΑ)
«Σύντομη συνάντηση», Ντέιβιντ Λιν (Αγγλία)
«Όταν πετούν οι γερανοί», Μιχαήλ Καλατόζοφ (ΕΣΣΔ)
«Η Γη», Αλεξάντρ Ντοβζένκο (ΕΣΣΔ)
«Χορεύοντας μ’ έναν ξένο», Μάικλ Νιούελ (Αγγλία)
«Αναπαράσταση», Θόδωρος Αγγελόπουλος (Ελλάδα)
«Ο θρόνος του αίματος», Ακίρα Κουροσάβα (Ιαπωνία)
«Ταξίδι στο Τόκιο», Γιοσιζούρου Ότζου (Ιαπωνία)
«Playtime», Ζακ Τατί (Γαλλία)
«Ο τρελός Πιερό», Ζαν Λικ Γκοντάρ (Γαλλία)
«Κόκκινη έρημος», Μικελάντζελο Αντονιόνι (Ιταλία)
«Ο Ρόκο και τ΄ αδέρφια του», Λουκίνο Βισκόντι (Ιταλία)
«Μερικοί το προτιμούν καυτό», Μπίλι Ουάιλντερ (ΗΠΑ)
«Η λεωφόρος της Δύσεως», Μπίλι Ουάιλντερ (ΗΠΑ)
«Ξέφρενες νύχτες», Πολ Τόμας Άντερσον (ΗΠΑ)
«Ο μεγάλος Λεμπόφσκι», αδερφοί Κόεν (ΗΠΑ)
«Το γράμμα μιας άγνωστης», Μαξ Οφίλς (Γαλλία, Αυστρία)
«Άσε το κακό να μπει», Τόμας Άλφρεντσον (Σουηδία)
«Φίλησέ με μέχρι θανάτου», Ρόμπερτ Όλντριτς (ΗΠΑ)
«Η μαμά και η πόρνη», Ζαν Εστάς (Γαλλία)
«Ριφιφί», Ζιλ Ντασέν (Γαλλία)
«Μανχάταν», Γούντι Άλεν (ΗΠΑ)
«Η έξαψη», Λόρενς Κάσνταν (ΗΠΑ)
«Όλα τα πρωινά του κόσμου», Αλέν Κορνό (Γαλλία)
«Ο τελευταίος των Μοϊκανών», Μάικλ Μαν (ΗΠΑ)
«Gran Torino», Κλιντ Ίστγουντ (ΗΠΑ)
Να συνεχίσω; Περιττό. Για δύο λόγους.
Ο πρώτος είναι η προοπτική και ο χρόνος.
Τίποτα δεν σταμάτησε, τίποτα δεν τελείωσε, τίποτα δεν πέθανε.
Ξανά προς την δόξα τραβά.
Όσοι φορούν παντόφλες τελειώσανε.
Η ακατανίκητη και μόνιμη νοσταλγία είναι ό,τι χειρότερο για την εξέλιξη και την κινηματογραφία.
Παραδείγματα πολλά.
Πέθανε ο Αντρέι Ταρκόφσκι, αλλά ο Μπίλγκε Τζειλάν συνεχίζει με «Τρεις πιθήκους» από Τουρκία.
Αποβίωσε η νουβέλ βαγκ, αλλά το «Ανάμεσα στους τοίχους» εκτόξευσε τη Γαλλία πολύ ψηλά.
Γκρεμίστηκε η σοβιετική σχολή, αλλά ο Αντρέι Ζιάνγκιτσεφ με την «Επιστροφή» με έχει στοιχειώσει για τα καλά.
Και κάτι ακόμα.
Η βιομηχανία του Χόλιγουντ καλπάζει σαν τεθωρακισμένη μεραρχία.
Όμως το παράλληλο κύκλωμα και η ανεξαρτησία με πνοή και ευαισθησία.
Το απρόσμενο, απροσδόκητο, το ανατρεπτικό, η έκπληξη, το διαφορετικό είναι τα αναντικατάστατα ατού μιας τέχνης που ανθεί μέσα στην παρακμή της.
Πάντα με μάτια ανοιχτά και πάντα αθώα, σαν να είναι η πρώτη σου φορά!
Και, τέλος, το κριτήριο προέρχεται από το σώμα και την καρδιά.
Αν ρωτούσατε κάποιον άλλο θεατή και ειδικό «ποιες οι καλύτερες όλων των εποχών», στις πρώτες θέσεις θα έβαζε το «Pulp Fiction» του Κουέντιν Ταραντίνο (χίλιες φορές προτιμότερο το «Reservoir Dogs», την πραγματικά ταινία-ταινία που έκανε σε όλη τη μέχρι σήμερα διαδρομή του).
Το ζήτημα, λοιπόν, εντελώς υποκειμενικό. Πράγμα που σημαίνει «μην παριστάνετε τον Θεό.Be yourself, παρακαλώ».
Η τέχνη-σε όλες τις μορφές και τις εκδοχές της-το πιο ακραίο ελεύθερο και δημοκρατικό πεδίο της οικουμένης.
Ο καθείς μπορεί ελευθέρως να κάμει ό,τι θέλει.
Να δακρύσει, να γελάσει, να χλευάσει, να φτύσει, να εκτοξεύσει ζαρζαβατικά και κλούβια αβγά.
Τα πάντα.
Απαγορεύσεις και καλλιτεχνία, πράγματα ασυμβίβαστα.
Διαζευγμένα από τη μήτρα.
Όπως ο αληθινός έρωτας. Κάθε φορά στο πάθος και τη μοναδική καρδιά.
Ακόμα και μια πουτάνα αγαπάς.
Αυτή η γυναίκα της ζωής μου.
Κάθε φορά από την αρχή ξανά. Κάθε φορά με όλες τις αγάπες προχωράς. Κάθε φορά κάποια άλλη αγαπάς.
Αλλά και κάθε φορά τίποτα δεν ξεχνάς.
Γι΄ αυτό, όταν με ρωτάνε «ποιες οι καλύτερες», απάντηση μία χωρίς συζήτηση καμία.
Όταν οι άντρες αγαπούν μόνο τις ξανθές, ε, τότε χάνουν τη μελαχρινή, την καστανή και την κόκκινη ηδονή!
το άρθρο είχε γραφτεί το μακρινό 2009 στα TA NEA-Παρασκευή 3 Απριλίου από τον Δημήτρη Δανίκα-Ο Δημήτρης Δανίκας είναι κριτικός κινηματογράφου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου