Μαρία Λεβεντάκη και Χαράλαμπος Οικονομίδης
Η φράση καθαυτή, ωστόσο, όχι μόνο δεν εξαντλούνταν σε μια εορταστική διάθεση αλλά έκρυβε την παναθρώπινη ανάγκη για επανάσταση εναντίον της μονοτονίας που κρύβουν η επιβίωση και ο περιορισμός στα απαραιτήτως αναγκαία.
Οχήματα αυτής της συνήθως σιωπηλής επανάστασης τελούσαν διαχρονικά όλα εκείνα τα «περιττά» στοιχεία τριφηλών στιγμών της καθημερινότητας όπως ο οίνος, η σοκολάτα, τα ανθυγιεινά πλην αναπόδραστα τηγανητά ή καπνισμένα τρόφιμα και, φυσικά, τα μπαχαρικά, όλα τους εντελώς αχρείαστα στην συντήρηση του θνητού αμαρτωλού σαρκίου αλλά ικανά να ανοίγουν τις πύλες της γαστριμαργικής ηδονής.
Μακράν όλων των βρώσιμων θησαυρών της φύσης, τα μπαχαρικά υπήρξαν Κέρας της Αμάλθειας για τους κατόχους τους μέχρι την άτυχη εκείνη στιγμή που θα καλούνταν να απωθήσουν τους στόλους πολυεθνικών αυτοκρατοριών, άπληστων για τον αμύθητο θησαυρό εξωτικών και άγνωστων τόπων.
Σημαντικές ιδιότητες μπαχαρικών και βοτάνων
Ποιες είναι όμως οι ιδιότητες των μπαχαρικών που τα καθιστούν τόσο επιθυμητά; Λοιπόν, εκτός των υπέροχων γεύσεών τους, οι οποίες σε παλαιότερες εποχές έκρυβαν τη σαγήνη εξωτικών λιμανιών και παρθένων οροπεδίων της Αμερικής ή της Ινδοκίνας, πολλά μπαχαρικά και βότανα αξιοποιούνταν από την παραδοσιακή ιατρική σχεδόν όλων των πολιτισμών ως μέσα θεραπείας αρκετών ασθενειών.
Εκτενείς αναφορές για την ιατρική χρήση φυτικού υλικού συναντώνται ήδη από τους αρχαίους πολιτισμούς όπως ο Κινέζικος, ο Αιγυπτιακός και ο Ελληνικός, ενώ ευρήματα του Ιπποκράτη και των συνεχιστών του συνόδευσαν την ευρωπαϊκή ιατρική ως και τον 19ο αιώνα, όπου φαρμακεία της Ουγγαρίας, της Σερβίας, της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και της Βαυαρίας πωλούσαν κονιάματα από ελλέβορο και εκχυλίσματα δενδρολίβανου ως θεραπευτικά σχήματα για παρασιτώσεις, δερματίτιδες και μολύνσεις.
Υπάρχει όμως και η έκτη εκείνη αίσθηση, η ερωτική επιθυμία την οποία ορισμένα βότανα και μπαχαρικά ενισχύουν απρόσμενα, καθιστάμενα έτσι φυσικά αφροδισιακά.
Τέλος, η αίσθηση καθαριότητας και τα μεθυστικά αρώματα που απελευθερώνουν αναμμένα λυχνάρια με φυτικό υλικό κάθε λογής διαμορφώνουν ένα αισθησιακό περιβάλλον και εμπνέουν τις πλείστες όσες ευδιάθετες διαδράσεις μεταξύ οικοδεσπότη και καλεσμένων.
Ιστορική αναδρομή
Κέδρος του Λιβάνου, καρδούλα της Ινδονησίας, γιασεμί της Ιταλίας, σάνταλο της Ινδίας και κεάνωθος της βόρειας Αμερικής είναι ελάχιστα παραδείγματα αρωματικών φυτών τα οποία έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης από τις τοπικές κοινότητες και κατάφεραν να σπάσουν τους φραγμούς συνόρων εξαπλωνόμενα σε όλο τον κόσμο μέσω των θαλάσσιων εμπορικών οδών. Φυτά όπως το κοπάλιο, το λιβάνι, το ξύλο του κέδρου και το σάνταλο αξιοποιούνταν αρχικά σε θρησκευτικές τιμές αλλά στην συνέχεια αποτέλεσαν πηγές πολύτιμων αιθέριων ελαίων χρήσιμων για σωματικές εντριβές, επαλείψεις και αρωματισμό ρούχων ή χώρων.
Αρχαία Αίγυπτος και Μεσοποταμία
Η φαραωνική Αίγυπτος υπήρξε ένα από τα λίκνα της τέχνης παρασκευής αρωμάτων και μεθυστικών αιθέριων ελαίων.
Στα ερείπια του μεγάλου ναού του Εντφού από το βασίλειο της Άνω Αιγύπτου ανακαλύφθηκαν εργαστήρια αρωματοποιίας των οποίων οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με συνταγές παρασκευής αρωμάτων προοριζόμενων τόσο για λατρευτικές τελετές –ιδίως προς τιμήν του Όσιρη και της Ίσιδος- όσο και αισθητικές παρεμβάσεις στην αιγυπτιακή καθημερινότητα, ενώ ποικίλα παρασκευάσματα χρησιμοποιούνταν και κατά τη διαδικασία της ταρίχευσης.
Μάλιστα, τα φυτικά εκχυλίσματα όχι μόνο απάλυναν τις δυσάρεστες οσμές των αποσυντιθέμενων σωμάτων, αλλά επιπλέον περιείχαν βιοδραστικές ενώσεις οι οποίες περιόριζαν τις διεργασίες αποσύνθεσης μέσω αναστολής του πολλαπλασιασμού μικροοργανισμών – αποικοδομητών.
Τέτοιες αρωματικές ύλες ήταν μίγματα άρκευθου, κανέλας και σμύρνας, δηλαδή ενός ρητινώδους κομμιώματος με δυνατή οσμή που παραγόταν από το βαλσαμόδεντρο και η χρήση του αναφέρεται ήδη σε αιγυπτιακούς παπύρους του 2000 πΧ.
Στις γιορτές του Άμμωνα (1500-1100 πΧ) χρησιμοποιούνταν εκτενώς ένα έλαιο για το σώμα που αναφέρονταν ως “μπακ” και εισαγόταν από λαούς της Μεσοποταμίας.
Από την ίδια περίοδο προέρχεται ο Πάπυρος του Έμπερς, ένα πολύτιμο ιστορικό κειμήλιο το οποίο ονομάστηκε προς τιμήν του ερευνητή και ακαδημαϊκού Γκέοργκ Μόριτς Έμπερς (1839-1898) και περιέχει πληθώρα αναφορών σε αρχαίες αιγυπτιακές πρακτικές θεραπείας, όπως επίσης και οδηγίες παρασκευής αφεψημάτων και καταπλασμάτων από βότανα και μπαχαρικά με σημαντικότερα τον κορίανδρο, το σκόρδο, το κρεμμύδι, την παπαρούνα, τη μέντα, τον μάραθο και το κύμινο.
Εξ αυτών ιδιαίτερης εκτίμησης φαίνεται πως έχαιραν το σκόρδο και το κρεμμύδι, καθότι καταναλώνονταν αμφότερα από τους εργάτες κατά την οικοδόμηση της Μεγάλης Πυραμίδας του Χέοπα, ενώ ξύλινα ομοιώματα αυτών των δύο λαχανικών βρέθηκαν στον τάφο του βασιλιά Τουταγχαμών και πιθανώς εξυπηρετούσαν ως συμβολικά εφόδια και φορείς δύναμης για τη μετέπειτα ζωή.
Επιπλέον, οι εύποροι κάτοικοι συνήθιζαν να αρωματίζουν τα φαγητά τους με κάρδαμο και κανέλα, δύο μπαχαρικά τα οποία εισάγονταν από τις περιοχές της σύγχρονης Αιθιοπίας και του Σουδάν.
Στο δε Νέο Βασίλειο, η μόδα χαρακτηρίζονταν από την κάπως παράδοξη προτίμηση τόσο ανδρών όσο και γυναικών να ξυρίζουν εντελώς το κεφάλι και να χρησιμοποιούν αντί του φυσικού τους μαλλιού περούκες.
Στις γυναικείες περούκες τοποθετούνταν ένας μικρός κώνος από ομογενοποιημένο υλικό βάλσαμου ή αρωματισμένου λίπους που με τη ζέστη έλιωνε σταδιακά και αρωμάτιζε τόσο το κεφάλι όσο και τους ώμους.
Τα αρωματικά φυτά και τα μπαχαρικά ήταν εξίσου κοινά στην άμεση γειτονιά της Αιγύπτου, την πολύβουη και μυστηριακή Μεσοποταμία.
Τη σαρκοφάγο της ιστορίας έρχονται να συλήσουν πλίνθινες και κεραμικές επιγραφές της Νινευί των Βαβυλωνίων, της Ασσούρ των Ασσύριων, της Ουγκαρίτ της Χαναάν και πολλών ακόμα λησμονημένων πολιτειών.
Μια από τις αρχαιότερες αναφορές στη χρήση μπαχαρικών και βοτάνων ως θεραπευτικά μέσα προέρχεται από σουμεριακές επιγραφές της 3ης χιλιετίας πΧ, όπου περιγράφονται παρασκευάσματα με θυμάρι, κάρδαμο και μύρο.
Από την Ασσυρία και, συγκεκριμένα, από την περίοδο βασιλείας του Ασσουρμπανιπάλ (668 – 633 πΧ) έρχονται σφηνοειδείς επιγραφές με συνταγές μαγειρικής και τα πλείστα όσα εγκωμιαστικά σχόλια για φυτά όπως το σκόρδο, το σησάμι, το κύμινο και το γλυκάνισο.
Οι Βαβυλώνιοι, προαιώνιοι ανταγωνιστές και Νέμεση των Ασσύριων, καλλιεργούσαν στους βασιλικούς κήπους τουλάχιστον 64 είδη αρωματικών φυτών και διατηρούσαν εκτενή αρχεία με τις διαδικασίες καλλιέργειας, μεταφύτευσης και προστασίας από διάφορες γνωστές φυτικές ασθένειες της εποχής, ενώ μέρος των παραγόμενων μπαχαρικών αφιερώνονταν μέσω λατρευτικών τελετών στον Θεό – Θεραπευτή του Φεγγαριού και προστάτη των βοτάνων.
Προς τέρψη αυτής της θεότητας της νύχτας, τόσο οι σχετικές τελετές όσο και η συλλογή υπέργειων τμημάτων των φυτών πραγματοποιούνταν πάντα μετά τη δύση του ήλιου.
Αρχαία Ελλάδα και Ρωμαϊκή αυτοκρατορία
Η υπόθεση των μπαχαρικών και των βοτάνων όχι μόνο δεν ήταν άγνωστη στον αρχαίο ελλαδικό χώρο, αλλά αποτέλεσε έναυσμα για την ανάπτυξη της πρώιμης ιατρικής επιστήμης και ακολούθησε την ευρωπαϊκή ιστορία μέχρι τους Αναγεννησιακούς χρόνους.
Είτε ενδημικά στα νότια Βαλκάνια είτε εισαγόμενα από γειτονικούς πολιτισμούς, τα αρωματικά φυτά έβρισκαν πολυάριθμες χρήσεις στη μαγειρική και την προσωπική αισθητική τόσο της Ομηρικής Εποχής όσο και των μετέπειτα πόλεων – κρατών.
Μυκηναϊκές πινακίδες της περιόδου 1600-1200 πΧ φανερώνουν πως υπήρχαν αλοιφές παρασκευασμένες από έλαιο εμπλουτισμένο σε φυτά όπως ο μάραθος, ο κορίανδρος και ο Άρκευθος.
Κατά τον Χρυσό Αιώνα του Περικλή (500 – 400 πΧ) ήταν κοινή η χρήση αφεψημάτων φασκόμηλου για παθήσεις του αναπνευστικού και καταπλασμάτων δάφνης για την πρόληψη μόλυνσης πληγών, θεραπευτικά μέσα με τα οποία ασχολήθηκε εκτενώς ο Ιπποκράτης ο Κώος (460 – 377 πΧ).
Αξίζει δε αναφοράς το ενδιαφέρον του Ιπποκράτη για τις ιδιότητες ειδών ελλέβορου, φυτών πλούσιων σε αλκαλοειδή και ως εκ τούτου δηλητηριώδη αλλά ικανά να καταπραΰνουν δερματικές μολύνσεις και παρασιτώσεις του πεπτικού συστήματος.
Από τις τουλάχιστον 400 θεραπείες τις οποίες ανέπτυξε ο Ιπποκράτης βασιζόμενος σε βότανα, σχεδόν οι μισές διατηρήθηκαν με μικρές διαφοροποιήσεις μέχρι και την Αναγέννηση και ανταγωνίζονταν επάξια τις πρώτες απόπειρες χρήσης μετάλλων ως θεραπευτικά σχήματα. Μάλιστα, στην περίπτωση των μεσαιωνικών φαρμάκων μόλυβδου και υδραργύρου υπερτερούσαν σημαντικά τα φυτικά παρασκευάσματα, μια και τα βαρέα μέταλλα σχεδόν πάντα προκαλούσαν δηλητηριάσεις και αρκετά συχνά θάνατο ενώ τα φυτικά καταπλάσματα και αφεψήματα όντως περιόριζαν μολύνσεις και καταπράυναν πληθώρα συμπτωμάτων όπως ο έντονος κνησμός και η τοπική φλεγμονή.
Πολυπράγμων διάδοχος του Ιπποκράτη υπήρξε ο ιατρός και βοτανολόγος Διοσκουρίδης ο Πεδάνιος (40-90 μΧ), ο οποίος συνέταξε έναν λεπτομερή κατάλογο μπαχαρικών και βοτάνων γνωστών στην Μεσόγειο και ακολούθως έγραψε το περίφημο Περὶ ὕλης ἰατρικῆς (De Materia Medica στα λατινικά).
Την πλούσια παράδοση Αιγύπτιων, Αχαιμενιδών Περσών και αρχαίων Ελλήνων στην αρωματοποιία και ιατρική συνέχισαν οι Ρωμαίοι, δείχνοντας ιδιαίτερη προτίμηση για εξωτικά αγαθά από τους εμπορικούς δρόμους που εξακολουθούσε να ελέγχει η Περσία μετά τα χρόνια του Σέλευκου.
Η ρωμαϊκή ιστορία βρίθει από συνεστιάσεις και όργια προυχόντων όπου καταναλώνονταν εξωφρενικές ποσότητες φαγητών και κρασιών αρωματισμένων με ποικιλία μπαχαρικών όπως κανέλα, δάφνη και γλυκάνισο, ενώ οι κοπιώδεις δραστηριότητες πολυάσχολων εμπόρων και κρατικών αξιωματούχων θα ανταμειβόταν με μασάζ και εντριβή με αρωματικά έλαια βοτάνων. Η αξία των μπαχαρικών αναδεικνυόταν και σε αιματηρές εκστρατείες, μακριά από τη θαλπωρή της πορφυροστόλιστης Ρώμης, όπου οι λεγεωνάριοι λάμβαναν ως αμοιβή μία ποσότητα κοινού μαγειρικού άλατος την οποία διαφύλασσαν και χρησιμοποιούσαν αργότερα έναντι συμβατικού συναλλάγματος.
Σε αυτήν την πρακτική αμοιβής φαίνεται πως έλκει την καταγωγή της η αγγλική λέξη «salary» για τον μισθό, καθότι «salarium» ήταν ο λατινικός όρος για το αλάτι.
Όταν οι ρωμαϊκές λεγεώνες εξήγαγαν δια της βίας τον ρωμαϊκό πολιτισμό στις περιοχές βόρεια των Άλπεων, οι τοπικοί πληθυσμοί Γότθων, Ούννων και Βανδάλων ήρθαν σε επαφή με τα μεθυστικά μπαχαρικά της ανατολής και αιχμαλωτίστηκαν από την πανδαισία πρωτόγνωρων γεύσεων, οπότε οι προϋπάρχουσες γαστριμαργικές εμπειρίες των κρεμμυδιών, σκόρδων και φυτών όπως το δεντρολίβανο παραγκωνίστηκαν σημαντικά.
Αρχαία Κίνα
Αχανείς οροσειρές όπου η Γη σμίγει με τον Ουρανό, επιβλητικά οροπέδια και πεδιάδες που φοβίζουν με την απεραντοσύνη τους είναι μερικά μόνο από τα χαρακτηριστικά τα οποία διαμόρφωσαν την φυσιολατρική παράδοση του κινέζικου πολιτισμού.
Όπως θα ήταν αναμενόμενο, οι Κινέζοι απέκτησαν εκτενή γνώση των διαθέσιμων αρωματικών φυτών και ανέπτυξαν παραδοσιακή ιατρική εφάμιλλη των αντίστοιχων από μεσογειακούς λαούς.
Ήδη από την 3η χιλιετία πΧ είχε ανακαλυφθεί το τσάι, ενώ ιατροί – βοτανολόγοι της εποχής συνέταξαν λεπτομερείς καταλόγους των γνωστών σε εκείνους φυτών και μπαχαρικών μαζί με τις σχετικές ιδιότητες και τις προτεινόμενες χρήσεις.
Στον ίδιο τον αυτοκράτορα Σεν Νουνγκ αποδίδεται το γραπτό έργο Pen Ts’ao Ching (2700 πΧ) στο οποίο και επιχειρήθηκε μια περισσότερο συστηματική παράθεση όλων των πληροφοριών από τους προαναφερθέντες καταλόγους, ενώ ανάλογο εγχείρημα φαίνεται πως πραγματοποιήθηκε το 1596 πΧ όταν ο βοτανοθεραπευτής Λι Σι Τσεν εξέδωσε ιδιόχειρα το περιεκτικό έργο Ts’ao Kang Mu.
Ξεχωριστή θέση στην παράδοση της Άπω Ανατολής φαίνεται πως κατείχε το γκίνσενγκ, μια και εντοπίζεται σε αρχαίες συνταγές μαγειρικής και οδηγίες παρασκευής θεραπευτικών αφεψημάτων των Κινέζων, των θιβετιανών, των Κορεατών και των Ιαπώνων.
Μάλιστα, οι Κινέζοι αυτοκράτορες συνήθιζαν ως πρακτική την τελετουργική κατανάλωση γκίνσενγκ, αποσκοπώντας σε ενίσχυση της ερωτικής τους επιθυμίας και κατ’ επέκταση αποτελεσματικότερη ικανοποίηση των παλλακίδων στην Απαγορευμένη Πόλη.
Τόσο πολύτιμο θεωρούνταν σαν φυτό, που συχνά μεταφέρονταν αποξηραμένο εντός διαδοχικών στρώσεων μεταξωτού υφάσματος.
Αρχαία Ινδία
Μπαχαρικά και βότανα όπως το μαύρο πιπέρι, η κανέλα, ο κουρκουμάς (γνωστός και ως ινδική κύπειρος) και το κάρδαμο έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης στις αρχαίες ινδικές κοινωνίες διότι καθιστούσαν τη μαγειρική μια μαγευτική εξερεύνηση των γεύσεων, ενώ παράλληλα διακρίνονταν για τις θεραπευτικές τους ιδιότητες.
Ο αρχαίος Ινδός χειρούργος Σουσρουτά (4ος πΧ αιώνας) τοποθετούσε πλησίον κρεβατιών ασθενών μικρά τεμάχια υφάσματος, τα οποία είχε εμποτίσει προηγουμένως σε μίγματα λευκής μουστάρδας και αρωματικών φυτών.
Καθ’ αυτήν την πρακτική προσδοκούσε στον εξορκισμό κακόβουλων πνευμάτων που, σύμφωνα με τις αρχαίες αντιλήψεις, ευθύνονταν για μεγάλο αριθμό ασθενειών στους ανθρώπους.
Επίσης, εφάρμοζε καταπλάσματα αλεσμένου σησαμιού στις μετεγχειρητικές πληγές ασθενών ως προφύλαξη έναντι μολύνσεων.
Σε ιατρικά χειρόγραφα των Τσαράκα (1ος μΧ αιώνας) και Σουσρουτά του Δεύτερου (2ος μΧ αίωνας) γίνεται εκτενής αναφορά σε αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά συνδυαστικά με τις χρήσεις τους, με ορισμένα εξ αυτών όπως το γκίνσενγκ, το κάρδαμο, η κανέλα και το πιπέρι να αξιοποιούνται ως συστατικά σε καταπλάσματα για πληγές και δερματικές παθήσεις.
Κατά τον αρχαίο κώδικα ιατρικής της Αγιουρβέδας (Επιστήμη της Ζωής), γαρίφαλο και κάρδαμο τυλίγονταν σε φύλλα καρυδιάς και το παρασκεύασμα μασιόνταν μετά από κάθε γεύμα προς αύξηση της σιελόρροιας και υποβοήθηση της πέψης.
Αραβικός κόσμος
Οι εμπορικές οδοί μέσω των οποίων διακινούνταν μπαχαρικά μεταξύ Ευρώπης και Μέσης Ανατολής εδραιώθηκαν ήδη από τους ρωμαϊκούς χρόνους, όταν τα κατειλημμένα ελληνιστικά βασίλεια της Περγάμου και της Πτολεμαϊκής Αιγύπτου διατέλεσαν πύλες εισόδου των ανατολίτικων μπαχαρικών στις ρωμαϊκές αγορές.
Πρωταγωνιστικό ρόλο στην παραγωγή και διακίνηση μπαχαρικών ανέλαβαν ήδη από τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους τα πρώιμα αραβικά φύλα, που αργότερα θα συνενώνονταν υπό μία κοινή αρχή και θ’ απεμπολούσαν τον πρότερο πολυθεϊσμό προς υιοθεσία του αναδυόμενου Ισλάμ.
Η Αραβική Αυτοκρατορία θα ανταγωνιζόταν πλέον επάξια τόσο το Βυζάντιο όσο και τα δυτικοευρωπαϊκά μεσαιωνικά κράτη σε στρατιωτική ισχύ, ενώ θα κυοφορούσε μια έκρηξη δημιουργικότητας και φιλομάθειας πρωτόγνωρη για τον μεσαιωνικό σκοταδισμό της Ευρώπης και θα καθίσταντο κάτοχος του μονοπωλίου ανατολίτικων μπαχαρικών.
Μέσω της αραβικής εξάπλωσης θεμελιώθηκε σε όλη την πολιτισμική παράδοση της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής η χρήση μεθυστικών αρωμάτων τόσο προς εξασφάλιση προσωπικού καλλωπισμού όσο και επίτευξη υγιεινής.
Ήδη από τον 9ο μΧ αιώνα, οι Ισπανοί μουσουλμάνοι θα επισκέπτονταν επί σχεδόν καθημερινής βάσης τα δημόσια λουτρά όπου και χρησιμοποιούσαν σε αφθονία αρώματα και αλοιφές από έλαια λεμονιού, τριαντάφυλλου ή σαντάλου, ενώ ιδιαίτερης προτίμησης έχαιρε η άμβρα.
Οι τεχνικές παρασκευής αρωματικών εκχυλισμάτων φυτών που εφαρμόζονταν ως και την Γαλλία του 17ου αιώνα αναπτύχθηκαν στα εργαστήρια αρωματοποιίας των αραβικών χαλιφάτων, με προεξάρχον εκείνο της Κόρδοβας στην περιδεή και τυλιγμένη στο μυστήριο Ανδαλουσία.
Εκτενής είναι και η γαστρονομική παρακαταθήκη της αραβικής χερσονήσου, με ιδιαίτερα γνωστό έργο από τον 10ο μΧ αιώνα τον τσελεμεντέ Kitab al-Tabikh του Ιμπν Σαϊαρ Αλ- Χουαρανγκ, όπου αναφέρονται ποικίλες συνταγές και προτάσεις σερβιρίσματος ψαριών συνοδευόμενων από γενναιόδωρες μερίδες σαλτσών βασισμένων σε κύμινο, θυμάρι, ασαφτίδα, κάσσια, αλοιφές σπόρων συναπιού, γλυκάνισο και σκόρδο.
Παράλληλα με τις γευστικές σάλτσες και την απρόσκοπτη εξερεύνηση των αισθήσεων, τα αραβικά χειρόγραφα αποδεικνύουν την ύπαρξη μιας ανθηρής παραδοσιακής ιατρικής η οποία όχι μόνο μεταλαμπάδευσε τις αρχαίες περσικές, ελληνικές και ρωμαϊκές γνώσεις, αλλά συνέχισε το τολμηρό εγχείρημα συγκρότησης της ιατρικής επιστήμης και ανέδειξε πλήθος λογίων όπως o Ιμάμ Αλί Ιμπν Μούσα αλ-Ρίντα (765-818 μΧ), ο Μοχάμεντ Μπιν Σαϊντ αλ–Ταμίμι (10ος μΧ αιώνας) και ο Αμπού–Αλί αλ–Χουσέιν Ιμπν Αμπντάλαχ Ιμπν-Σίνα (περισσότερο γνωστός ως Αβικέννας).
Ο Μάρκο Πόλο ανοίγει τον δρόμο των μπαχαρικών
Μοσχοπίπερο της Τζαμάικας, κανέλα της Κεϋλάνης, κουρκουμάς της Μαλαισίας, ζιγγίβερι της Νότιας Ασίας, μοσχοκάρυδο της Ινδίας, καρυόφυλλο των νησιών Μολούκων, καθώς και το περίφημο γκίνσενγκ της Κίνας:
Πάντοτε τα μπαχαρικά έθελγαν τους Ευρωπαίους τυχοδιώκτες και αποτελούσαν εναύσματα για υπερπόντιες αναζητήσεις προς την Ανατολή.
Ήδη το 1300, ο Μάρκο Πόλο έκανε σχετικές αναφορές στο Βιβλίο των Θαυμάτων και παρότρυνε τους Βενετούς συμπατριώτες του να πλεύσουν προς την θαυμαστή Άπω Ανατολή και το μεγαλεπίβολο βασίλειο του Κουμπλάι Χαν.
Στο μεταξύ, η ακατάπαυστη διακίνηση αγαθών και ιδεών μεταξύ αραβικών χαλιφάτων και μογγολικών χανάτων, με ισχυρότερα μακράν όλων την Χρυσή Ορδή της κεντροδυτικής Ασίας και την υπό μογγολική κυριαρχία Κίνα, κυοφόρησε τον Δρόμο του Μεταξιού, το μεγαλύτερο ως τότε δίκτυο εμπορικών οδών που συνένωνε τα θορυβώδη κινεζικά λιμάνια με την ελεφαντοστόλιστη ινδική Άγκρα του Ταζ Μαχάλ και ακολούθως τις χαμένες στον μύθο Βαγδάτη και Δαμασκό.
Τα κλειδιά αυτών των θαυμαστών πυλών προς τον πλούτο εξωτικών πολιτειών κρατούσαν πεισματικά οι Οθωμανοί, εξωθώντας τους Ευρωπαίους θαλασσοπόρους προς επικίνδυνα ταξίδια πέριξ των αφρικανικών ακτογραμμών, ενώ οι τολμηροί οδοιπόροι και προσκυνητές καλούνταν να καταδυθούν στο μυστηριακό πέπλο των παλιών αραβικών δρόμων και να υπομείνουν τις πλείστες όσες κακουχίες μέχρι να τεθούν υπό την προστασία της ισχυρής και αδιάλειπτης μογγολικής παρουσίας.
Το πλήθος εμπορικών εγχειρημάτων και διαδράσεων μεταξύ Δύσης και Ανατολής θα διακόπτονταν απότομα από την ταχεία εξάπλωση του ιστορικά μεγαλύτερου και καταστροφικότερου κύματος πανώλης, το οποίο και άλλαξε άρδην την εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού.
Ακόμα και υπό αυτές τις ζοφερές συνθήκες, οι κοινωνίες στράφηκαν και πάλι στο φυτικό βασίλειο προς εύρεση λύσεων και πιθανών εφοδίων εναντίον του τρομερού Μαύρου Θανάτου, με βότανα όπως το ζιγγίβερι και το χαμομήλι να τοποθετούνται στο μακρύ ρύγχος των χαρακτηριστικών κορακόμορφων μασκών μεσαιωνικών γιατρών.
Πέραν των όποιων αντιβακτηριδιακών ιδιοτήτων των βοτάνων, επικρατούσε η άποψη πως η πανώλη μεταδίδονταν μέσω δυσάρεστων οσμών, οπότε η παρουσία αρωματικών φυτών στον χώρο ή στο εσωτερικό της μάσκας θα εξουδετέρωνε τις νοσογόνες οσμές της πυρέσσουσας πολιτείας. Υπέρμαχος των βοτάνων προς αντιμετώπιση της πανώλης υπήρξε και η Αγία Χίλντεγκαρντ.
Λατινική Αμερική
Οι εύφορες εκτάσεις της κεντρικής και νότιας Αμερικής αποτέλεσαν το λίκνο ενός νέου παγκόσμιου εμπορίου πρωτόγνωρων μπαχαρικών, με την πατάτα και το κακάο να συγκαταλέγονται στα διασημότερα εξ αυτών.
Ο αμύθητος πλούτος των οικοσυστημάτων του Νέου Κόσμου έθρεψε και εξέλιξε πολιτισμούς όπως οι Μάγιας, οι Τολτέκοι, οι Ολμέκοι, οι Αζτέκοι και οι Ίνκας, των οποίων η ταχεία αποδρομή άφησε ως παρακαταθήκη μια συναρπαστική ποικιλία γεύσεων και γαστρονομικών πειραματισμών.
Όταν η δεύτερη αποστολή του Χριστόφορου Κολόμβου (1493 μΧ) έφθασε αισίως στην αμερικανική ήπειρο, ο φυσιοδίφης Ντιέγκο Τσάνκα ανακάλυψε δύο ποικιλίες πιπεριού που έκτοτε εισήχθησαν στην ισπανική κουζίνα, το αρωματικό και το κόκκινο πιπέρι.
Άλλο φυτικό είδος ενδημικό στην περιοχή του Μεξικού είναι η βανίλια, ένα φρούτο γλυκό όσο και σχετικά θρεπτικό που κοσμούσε τις αγορές του Τενοτσιτλάν και συχνά χρησιμοποιούνταν στην προετοιμασία καυτών ροφημάτων κακάο.
Η πόση ανάλογων ροφημάτων φαίνεται πως πραγματοποιούνταν σχεδόν τελετουργικά στην αυτοκρατορική αυλή των Αζτέκων, μια και ο ίδιος ο Μοντεζούμα ο Δεύτερος (1466-1520 μΧ) κατανάλωνε ημερησίως μέχρι 50 κύπελλα πηχτού κακάο αναμεμειγμένου με σπόρους ορελλάνης, βίξας, καυτερής πιπεριάς και μελιού.
Σχετικά με την παραδοσιακή ιατρική, η αρχαιότερη πηγή βοτάνων και θεραπειών που σώζεται από τους αρχαίους λαούς του Νέου Κόσμου είναι το Χειρόγραφο του Βαδιανού (Badianus Manuscript ή στα λατινικά Libellus de Medicinalibus Indorum Herbis), κατά το οποίο αφεψήματα καυτερών μπαχαρικών και βοτάνων όπως η καυτερή πιπεριά απάλυναν τον βήχα και λοιπές ενοχλήσεις του αναπνευστικού συστήματος.
Αποικιοκρατία
Για περισσότερους από τρεις αιώνες πολλοί διεκδικούσαν την κυριότητα στον δρόμο των μπαχαρικών:
Το 1498 οι Πορτογάλοι εγκαταστάθηκαν στην Γκόα και στην Κεϋλάνη, ενώ στις αρχές του 18ου αιώνα μονοπώλησαν την αγορά του μοσχοπίπερου και της Κανέλας.
Κατόπιν σφοδρών συγκρούσεων απώλεσαν τις προνομιούχες τους θέσεις στο τότε διεθνές εμπόριο παραχωρώντας τις αιματοβαμμένες τους κτήσεις στους Ολλανδούς και στην Εταιρία Ανατολικών Ινδιών, που έκτοτε κυριάρχησαν στην αγορά του μοσχοκάρυδου, του καρυόφυλλου, του ζιγγίβερι, του κουρκουμά, της ινδικής καυτερής πιπεριάς και πολλών ακόμα.
C’ est la vie θα απαντήσουν αργότερα οι Γάλλοι, διότι εξελίχθηκαν γρήγορα σε μεγάλη ναυτική δύναμη και εκδήλωσαν επιθετικά το ενδιαφέρον τους για συμμετοχή σε αυτό το άκρως προσοδοφόρο εμπόριο.
Το 1770, ο Πιέρ Πουάβρ (όνομα σημαδιακό μια και poivre σημαίνει πιπέρι) έπεισε τον βασιλιά για τη σπουδαιότητα των καρυκευμάτων .
Προσάραξε νύχτα στο λιμάνι της Μανίλα των Φιλιππινών και έκλεψε δενδρύλια μοσχοκαρυάς, κανελόδεντρου και γαριφαλιάς που αργότερα εγκλιμάτισε στο νησί Μαυρίκιος.
Έτσι, τα μπαχαρικά ταξίδεψαν τόσο από την Ανατολή στη Δύση όσο και από τον Νέο Κόσμο στην Ευρώπη, με χαρακτηριστικά παραδείγματα την καυτερή πιπεριά, τη βανίλια, το κακάο και το αβοκάντο.
Τα αρτυμένα φαγητά προοίμιο ερωτικών περιπτύξεων
Φρέσκα λαχανικά, λάδι ελιάς, αρωματικά χόρτα, μπαχαρικά και σκόρδο φαίνεται πως συγκαταλέγονται στα αποτελεσματικότερα μέσα βελτίωσης και προάσπισης της υγείας, ενώ παράλληλα ευνοούν την ερωτική επιθυμία και καθίστανται δια τούτου προοίμιο ερωτικών περιπτύξεων.
Από τα ροφήματα με γκίνσενγκ των Κινέζων αυτοκρατόρων μέχρι τα αρωματισμένα κύπελλα κακάο των Αζτέκων, η παγκόσμια γαστρονομία και αρωματοποιία βρίθει ποικιλίας βοτάνων μέχρι και σήμερα:
Στη μεξικανική κουζίνα έχουν ενσωματωθεί οι εξωτικές ποικιλίες του αρωματικού και του καυτερού πιπεριού, όπως επίσης η βανίλια που θεωρείται εν δυνάμει αφροδισιακή, ενώ η περιβόητη μουστάρδα (από τα μεσαιωνικά γαλλικά «mout ardent» που σημαίνει καυτός μούστος) συγκαταλέγεται στα αφροδισιακά αρτύματα.
Η δε βερβένα είχε συνδεθεί με τις ερωτικές περιπτύξεις ήδη από τους αρχαίους πολιτισμούς Ρωμαίων και Ελλήνων καθότι αποτελούσε συστατικό αφεψημάτων που, εκτός των ασθενών, κατανάλωναν και υγιείς προς αύξηση της ερωτικής τους επιθυμίας.
Ανάλογα αφεψήματα επιβίωσαν μέχρι τους μεσαιωνικούς χρόνους ως ερωτικά φίλτρα και αλοιφές.
Τέλος, αξίζει να αναφερθούν τα γευστικότατα γλυκά της Μέσης Ανατολής στα οποία αφθονούν συστατικά με αφροδισιακές ιδιότητες:
Μικρά γλυκίσματα και ζαχαρωτά παρασκευασμένα με μέλι και καρυκεύματα, με σπόρους τσουκνίδας ή κάνναβης, με κανέλα, ζιγγίβερι, φιστίκια, αμύγδαλα και ροδόσταμο.
Οι ζαχαροπλάστες στο Χαλέπι της Συρίας απολαμβάνουν παγκόσμια φήμη χάρις στη γόνιμη φαντασία και τις ικανότητες που διέπουν την τέχνη τους, με χαρακτηριστικά παραδείγματα του έργου τους διάφορα γλυκά αναφερόμενα ως «ξελόγιασμα των κοριτσιών», «βραχιόλι της κυράς», «μπόγος της νύφης» και άλλα συναφή ονόματα.
respublica.gr
Βιβλιογραφία
Petrovska B. B. (2012). Historical review of medicinal plants’ usage. Pharmacognosy reviews, 6(11), 1–5.
Grivetti, Louis E. “Herbs, Spices, and Flavoring Agents: Part 1 Old World Contributions.” Nutrition Today 51.3 (2016): 139-150
Grivetti, Louis E. “Herbs, Spices, and Flavorings: Part 2 New World Contributions.” Nutrition Today 51.4 (2016): 194-197
Duke, James A., ed. CRC Handbook of Medicinal Spices. CRC press, 2002.
Tapsell LC, Hemphill I, Cobiac L, Patch CS, Sullivan DR, Fenech M, Roodenrys S, Keogh JB, Clifton PM, Williams PG, Fazio VA, Inge KE. Health benefits of herbs and spices: the past, the present, the future. Med J Aust. 2006 Aug 21;185(4 Suppl):S4-24. 4. History Online. Medicinal Uses of Herbs and Spices.
Duke, James (December 15, 2000). The Green Pharmacy Herbal Handbook: Your Comprehensive Reference to the Best Herbs for Healing. Rodale Books. p. 195. ISBN 978-1-57954-184-2.
Clarke, T.C., Black, L.I., Stussman, B.J., Barnes, P.M., & Nahin, R.L. (2015) Trends in the Use of Complementary Health Approaches Among Adults: United States, 2002–2012, National Health Statistics Reports; No. 79, National Center for Health Statistics, Hyattsville, MD.
Prasad S, Aggarwal BB. Turmeric, the Golden Spice: From Traditional Medicine to Modern Medicine. In: Benzie IFF, Wachtel-Galor S, editors. Herbal Medicine: Biomolecular and Clinical Aspects. 2nd edition. Boca Raton (FL): CRC Press/Taylor & Francis; 2011. Chapter 13. Available from: https://www.ncbi.nlm.nih.gov/books/NBK92752/
Patwardhan, B., Warude, D., Pushpangadan, P., & Bhatt, N. (2005). Ayurveda and traditional Chinese medicine: a comparative overview. Evidence-based complementary and alternative medicine : eCAM, 2(4), 465–473.
Nair, R., Sellaturay, S., & Sriprasad, S. (2012). The history of ginseng in the management of erectile dysfunction in ancient China (3500-2600 BCE). Indian journal of urology : IJU : journal of the Urological Society of India, 28(1), 15–20.
Saad, B., Azaizeh, H., & Said, O. (2005). Tradition and perspectives of arab herbal medicine: a review. Evidence-based complementary and alternative medicine: eCAM, 2(4), 475–479.
https://el.wikipedia.org/wiki/Αγιούρ_Βέντα
https://en.wikipedia.org/wiki/Kitab_al-Tabikh
https://el.wikipedia.org/wiki/Γκέοργκ_Έμπερς
https://en.wikipedia.org/wiki/Sushruta
Βιβλιογραφία
Petrovska B. B. (2012). Historical review of medicinal plants’ usage. Pharmacognosy reviews, 6(11), 1–5.
Grivetti, Louis E. “Herbs, Spices, and Flavoring Agents: Part 1 Old World Contributions.” Nutrition Today 51.3 (2016): 139-150
Grivetti, Louis E. “Herbs, Spices, and Flavorings: Part 2 New World Contributions.” Nutrition Today 51.4 (2016): 194-197
Duke, James A., ed. CRC Handbook of Medicinal Spices. CRC press, 2002.
Tapsell LC, Hemphill I, Cobiac L, Patch CS, Sullivan DR, Fenech M, Roodenrys S, Keogh JB, Clifton PM, Williams PG, Fazio VA, Inge KE. Health benefits of herbs and spices: the past, the present, the future. Med J Aust. 2006 Aug 21;185(4 Suppl):S4-24. 4. History Online. Medicinal Uses of Herbs and Spices.
Duke, James (December 15, 2000). The Green Pharmacy Herbal Handbook: Your Comprehensive Reference to the Best Herbs for Healing. Rodale Books. p. 195. ISBN 978-1-57954-184-2.
Clarke, T.C., Black, L.I., Stussman, B.J., Barnes, P.M., & Nahin, R.L. (2015) Trends in the Use of Complementary Health Approaches Among Adults: United States, 2002–2012, National Health Statistics Reports; No. 79, National Center for Health Statistics, Hyattsville, MD.
Prasad S, Aggarwal BB. Turmeric, the Golden Spice: From Traditional Medicine to Modern Medicine. In: Benzie IFF, Wachtel-Galor S, editors. Herbal Medicine: Biomolecular and Clinical Aspects. 2nd edition. Boca Raton (FL): CRC Press/Taylor & Francis; 2011. Chapter 13. Available from: https://www.ncbi.nlm.nih.gov/books/NBK92752/
Patwardhan, B., Warude, D., Pushpangadan, P., & Bhatt, N. (2005). Ayurveda and traditional Chinese medicine: a comparative overview. Evidence-based complementary and alternative medicine : eCAM, 2(4), 465–473.
Nair, R., Sellaturay, S., & Sriprasad, S. (2012). The history of ginseng in the management of erectile dysfunction in ancient China (3500-2600 BCE). Indian journal of urology : IJU : journal of the Urological Society of India, 28(1), 15–20.
Saad, B., Azaizeh, H., & Said, O. (2005). Tradition and perspectives of arab herbal medicine: a review. Evidence-based complementary and alternative medicine: eCAM, 2(4), 475–479.
https://el.wikipedia.org/wiki/Αγιούρ_Βέντα
https://en.wikipedia.org/wiki/Kitab_al-Tabikh
https://el.wikipedia.org/wiki/Γκέοργκ_Έμπερς
https://en.wikipedia.org/wiki/Sushruta
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου