Christian Friedrich Samuel Hahnemann – “τα όμοια θεραπεύουν τα όμοια” – similia similibus curantur
Ο Κρίστιαν Φρίντριχ Σάμουελ Χάνεμαν-Christian Friedrich Samuel Hahnemann, γεννήθηκε στις 10 Απριλίου 1755 και πέθανε στις 2 Ιουλίου 1843.
Ήταν Γερμανός ιατρός, γνωστός ως ιδρυτής της ομοιοπαθητικής.
Σπούδασε ιατρική στη Λειψία και στη Βιέννη και ξεκίνησε να ασκεί το επάγγελμα του γιατρού το 1781, σε διάφορες πόλεις της Γερμανίας.
Τρία χρόνια αργότερα εγκαταστάθηκε στη Δρέσδη και το 1789 στη Λειψία.
Τον επόμενο χρόνο ανέλαβε τη μετάφραση της πραγματείας του William Cullen για τη φαρμακολογία (Materia Medica) και ανακάλυψε πως τα συμπτώματα της χρήσης κινίνης από έναν υγιή οργανισμό είναι παρόμοια με εκείνα που θεράπευε η κινίνη σε ασθενείς.
Ο Hahnemann είχε ήδη διατυπώσει την άποψη πως συχνά οι πρακτικές της καθιερωμένης ιατρικής της εποχής του δεν είχαν αποτελέσματα ή ακόμα οδηγούσαν σε επιδείνωση της υγείας των ασθενών και για αυτό το λόγο στράφηκε στη θεμελίωση μίας νέας θεωρίας.
Για τη διερεύνηση της ανακάλυψής του, πειραματίστηκε χορηγώντας φαρμακευτικές ουσίες στον εαυτό του και καταγράφοντας τα αποτελέσματα.
Οι έρευνές του οδήγησαν τελικά στη θεμελιώδη αρχή της ομοιοπαθητικής, σύμφωνα με την οποία “τα όμοια θεραπεύουν τα όμοια” similia similibus curantur, προτείνοντας πως οι ασθένειες θεραπεύονται με τη χορήγηση φαρμάκων που όταν χορηγούνται σε υγιείς οργανισμούς προκαλούν τα ίδια συμπτώματα με αυτά των ασθενειών.
Γνωστοποίησε για πρώτη φορά την “αρχή των ομοίων” σε δημοσίευση του 1796.
Τα επόμενα χρόνια, ο Hahnemann εξέλιξε τη θεωρία του εισάγοντας την ιδέα πως χρησιμοποιώντας τις φαρμακευτικές ουσίες σε πολύ μικρές έως απειροελάχιστες δόσεις, ήταν δυνατό να ενισχυθεί η δραστικότητά τους μέσα από μια διαδικασία “δυναμοποίησής” τους, κατά την οποία οι ουσίες σταδιακά αραιώνονταν, ενώ το διάλυμα αναταρασσόταν μετά από κάθε αραίωση. Στράφηκε στη μείωση των δόσεων και κατ’ επέκταση της τοξικότητάς τους προκειμένου να αποφευχθούν ανεπιθύμητες επενέργειές τους.
Αρχικά πίστευε πως σε μικρές δόσεις η δράση των ουσιών εξασθενούσε λιγότερο από το αναμενόμενο, ισχυριζόμενος πως οι ασθενείς οργανισμοί χαρακτηρίζονταν από μία ανώμαλη ευαισθησία στα φάρμακα, ώστε να χρειάζονται μικρότερες δόσεις.
H θεωρία της δυναμοποίησης προτάθηκε περίπου το 1825 και καθώς φαίνεται υπήρξε άρρηκτα συνδεδεμένη με το διαδεδομένο δόγμα του βιταλισμού ή της “ζωτικής δύναμης”, της πεποίθησης δηλαδή πως οι λειτουργίες ενός ζωντανού οργανισμού καθορίζονται από μία μη φυσική εσωτερική δύναμη.
Το σημαντικότερο σύγγραμμα του Hahnemann, με τίτλο Organon der rationellen Heilkunst εκδόθηκε το 1810 περιέχοντας μία εκτεταμένη παρουσίαση του νέου θεραπευτικού συστήματος που πρότεινε και το οποίο ονόμασε ομοιοπαθητική.
Ήδη από την εποχή της έκδοσης του Οργάνου, ο Hahnemann ασπαζόταν την πεποίθηση πως οι ασθένειες οφείλονταν σε “διαταραχές της άυλης δύναμης, η ζωτική αρχή, που προσδίδει ζωή στο ανθρώπινο σώμα” και πως για την ομοιοπαθητική, η θεραπεία είναι αποτέλεσμα της αντίδρασης της ζωτικής δύναμης στο κατάλληλα επιλεγμένο φάρμακο.
Ισχυρίστηκε πως η “δυναμοποίηση” μπορούσε να απελευθερώσει ένας είδος ενέργειας, που ο ίδιος θεωρούσε άυλη και πνευματική.
Αναφέρεται στή “μαγική” ιαματική δύναμη των φαρμάκων πού παρασκευάστηκαν – δυναμοποιήθηκαν, σύμφωνα με την ομοιοπαθητική θεωρία” και στην “εσωτερική πνευματοειδή δύναμη” των ομοιοπαθητικών φαρμάκων καί στόν “εκπνευματισμό της ύλης”
Για να διαπιστωθούν οι θεραπευτικές ιδιότητες των φαρμακευτικών ουσιών, ο Hahnemann υπέδειξε την “επαλήθευση” τους σε υγιή άτομα και κατέγραψε λεπτομερώς τα συμπτώματά τους σε έναν κατάλογο ομοιοπαθητικής φαρμακολογίας – Materia Medica.
Συνέχισε να ασκεί την ιατρική και να ερευνά πάνω στην ομοιοπαθητική μέχρι το τέλος της ζωής του.
Πέθανε το 1843 στο Παρίσι.
Ο Hahnemann ήταν δεϊστής, δηλ. πίστευε στην ύπαρξη κάποιας υπέρτερης ανώτερης δημιουργικής δύναμης.
Ήταν επίσης φλογερός υποστηρικτής και μαθητής του Emanuel Swedenborg, ο οποίος ήταν Σουηδός επιστήμονας, φιλόσοφος, χριστιανός μυστικιστής, θεολόγος και πνευματιστής.
Ο Hahnemann ήταν δυσαρεστημένος με την κατάσταση της ιατρικής στην εποχή του, και αντιτάχθηκε ιδιαίτερα σε πρακτικές όπως η αιματοχυσία.
Ισχυρίστηκε ότι τα φάρμακα που είχε διδαχθεί να χρησιμοποιήσει μερικές φορές έκαναν τον ασθενή περισσότερο κακό παρά καλό:
“Η αίσθηση του καθήκοντός μου δεν θα μου επέτρεπε να αντιμετωπίσω την άγνωστη παθολογική κατάσταση των ασθενών μου με αυτά τα άγνωστα φάρμακα.
Η σκέψη να γίνω με αυτόν τον τρόπο δολοφόνος ή κακόβουλος παράγοντας στη ζωή των συνανθρώπων μου ήταν πολύ τρομερή για μένα, τόσο τρομερό και ενοχλητικό που εγκατέλειψα πλήρως την πρακτική μου στα πρώτα χρόνια της ιατρικής μου ζωής και ασχολήθηκα αποκλειστικά με τη χημεία και τη συγγραφή”, έτσι αφού εγκατέλειψε την πρακτική του γύρω στο 1784, ο Hahnemann έβγαζε τα προς το ζην κυρίως ως συγγραφέας και μεταφραστής, ενώ αποφάσισε επίσης να ερευνήσει τις αιτίες των φερόμενων σφαλμάτων της ιατρικής.
Ανάπτυξη της ομοιοπαθητικής
Ακολουθώντας το έργο του βιενέζου ιατρού Anton von Störck, ο Hahnemann εξέτασε ουσίες για τις επιδράσεις που παρήγαγαν σε ένα υγιές άτομο, υποθέτοντας ότι μπορούν να θεραπεύσουν τα ίδια προβλήματα που προκάλεσαν.
Οι έρευνές του τον οδήγησαν να συμφωνήσει με τον von Störck ότι οι τοξικές επιδράσεις των απορροφούμενων ουσιών είναι συχνά σε μεγάλο βαθμό παράλληλες με ορισμένες καταστάσεις ασθένειας.
Αργότερα επινόησε μεθόδους αραίωσης των φαρμάκων που δοκιμάζει ο ίδιος για να μετριάσει τις τοξικές τους επιδράσεις.
Ισχυρίστηκε ότι αυτές οι αραιώσεις, όταν παρασκευάστηκαν σύμφωνα με την τεχνική της “δυναμικοποίησης” χρησιμοποιώντας αραίωση και διάχυση, ήταν ακόμα πιο αποτελεσματικές στην ανακούφιση των ίδιων συμπτωμάτων στους ασθενείς.
Τα πιο συστηματικά του πειράματα με τη μείωση της δόσης ξεκίνησαν περίπου το 1800 όταν, βάσει του “νόμου των ομοίων” του, είχε αρχίσει να χρησιμοποιεί το Ipecacuanha για τη θεραπεία του βήχα και τη Belladonna για τον ερυθρό πυρετό.
Δημοσίευσε για πρώτη φορά ένα άρθρο σχετικά με την ομοιοπαθητική προσέγγιση σε ένα ιατρικό περιοδικό German-language το 1796.
Μετά από μια σειρά από δοκίμια, δημοσίευσε το 1810 “Organon of the Rational Art of Healing” και ακολούθησε μετά την πάροδο των ετών τέσσερις ακόμη εκδόσεις με τίτλο The Organon of the Healing Art, η πρώτη συστηματική πραγματεία που περιέχει όλες τις λεπτομερείς οδηγίες του για το θέμα.
Μια 6η έκδοση Organon, που δεν δημοσιεύθηκε κατά τη διάρκεια της ζωής του, και χρονολογείται από τον Φεβρουάριο του 1842, δημοσιεύθηκε μόνο πολλά χρόνια μετά το θάνατό του.
Αποτελείται από ένα 5ο Organon που περιέχουν εκτενείς χειρόγραφους σχολιασμούς.
Το Organon θεωρείται ευρέως ως μια αναδιαμορφωμένη μορφή μιας έκθεσης που δημοσίευσε το 1806 με τίτλο “Η Ιατρική της Εμπειρίας”, η οποία είχε δημοσιευτεί στο Hufeland’s Journal.
Από το Organon , ο Robert Ellis Dudgeon δηλώνει ότι ήταν μια ενίσχυση και επέκταση του Medicine of Experience, εργάστηκε με μεγαλύτερη προσοχή και τέθηκε σε μια πιο μεθοδική και αφοριστική μορφή, σύμφωνα με το μοντέλο των ιπποκρατικών γραπτών.
Κείμενο και επιμέλεια κειμένου:ntina
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου