Ο Βασίλης Ραφαηλίδης ήταν Έλληνας δημοσιογράφος, συγγραφέας, δοκιμιογράφος και κριτικός κινηματογράφου.
Γεννήθηκε στις 14 Ιανουαρίου του 1934 στα Σέρβια του νομού Κοζάνης και πέθανε στις 8 Σεπτεμβρίου 2000 στην Αθήνα.
Η καταγωγή του πατέρα του ήταν από την Κωνσταντινούπολη, την οποία και ο ίδιος αναγνώριζε ως πατρίδα του (κυρίως διότι του άρεσε ως πόλη).
Εξάλλου είχε και άλλες «πατρίδες».
Κατεξοχήν, την Καστοριά στην οποία πέρασε την εφηβεία, λόγω μετάθεσης των γονέων του.
Σημειωτέον, οι γονείς του ήταν αμφότεροι εκπαιδευτικοί – φιλόλογος ο πατέρας (Απόστολος), δασκάλα η μητέρα του (Ελένη).
Η μητέρα του κατάγονταν από το Βελβεντό Κοζάνης.
Σπούδασε το 1959 κινηματογράφο στη σχολή Σταυράκου στην Αθήνα και μετά την αποφοίτησή του εργάστηκε σαν βοηθός του Νίκου Κούνδουρου και του Ροβήρου Μανθούλη, ενώ το 1962 γύρισε και ο ίδιος δύο ταινίες – ντοκιμαντέρ μικρού μήκους, το Βυζαντινό Μνημόσυνο και τους γουναράδες της Καστοριάς και την τέχνη τους.
Η πρώτη του ταινία, γυρισμένη με πενιχρά και πεπαλαιωμένα μέσα, ήταν εξαιρετικά φιλόδοξη, αλλά ο ίδιος την απέρριψε αμέσως ως αισθητικά απαράδεκτη και έκτοτε αδιαφόρησε παντελώς για την τύχη της παρότι βραβεύτηκε αργότερα από διεθνές φεστιβάλ.
Το 1963 αποφασίζει να εγκαταλείψει την προοπτική του επαγγελματία σκηνοθέτη για να γίνει επαγγελματίας κριτικός κινηματογράφου.
Αρχικά εργάστηκε σ’ αυτό το πόστο σε έντυπα της αριστεράς στην οποία ιδεολογικά ανήκε, αρχικά την Επιθεώρηση Τέχνης και αργότερα στη Δημοκρατική Αλλαγή.
Στη συνέχεια εξέδωσε το περιοδικό Ελληνικός Κινηματογράφος το οποίο έκλεισε η Χούντα για να το επανεκδώσει στη συνέχεια με τον τίτλο Σύγχρονος Κινηματογράφος.
Με τη μεταπολίτευση εργάστηκε σε διάφορες εφημερίδες όπως Το Βήμα (1974-1983), Έθνος (1983-1998) και Ελευθεροτυπία (1998 ως τον θάνατό του το 2000), μη περιοριζόμενος στην κριτική κινηματογράφου, αλλά γράφοντας σχόλια και επιφυλλίδες που άπτονταν ευρύτερων πολιτικών και κοινωνικών θεμάτων.
Επίσης παρέδιδε σεμινάρια και δίδαξε κινηματογράφο στη Σχολή Σταυράκου, στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης, στο Ινστιτούτο Γκαίτε και αλλού.
Επίσης εργάστηκε και σε ραδιοφωνικό σταθμό σε εκπομπές διαλόγου. Στη διάρκεια της δικτατορίας βασανίστηκε και εκτοπίστηκε στις φυλακές της Αίγινας. Υπήρξε συνειδητοποιημένος μαρξιστής-κομμουνιστής και μέσα από κάποια βιβλία του ανέλυσε τη μαρξιστική και κομμουνιστική θεωρία με τρόπο απλό αλλά όχι απλουστευτικό.
Απεβίωσε το 2000 σε ηλικία 66 ετών από καρκίνο.
Η κηδεία του ήταν θρησκευτική, ο ίδιος δήλωνε άθεος, με πρωτοβουλία των δύο αδελφών του.
Έγινε στο Ναό του Αγίου Νικολάου Πευκακίων και τον επικήδειο εκφώνησε ο πατήρ Γεώργιος Μεταλληνός, με τον οποίο συχνά συγκρουόταν σε πλαίσια τηλεοπτικών εκπομπών.
Κατοικούσε στην ιστορική συνοικία της Νεάπολης επί της οδού Ιπποκράτους.
Ενδεικτικά κάποια βιβλία από την πλούσια συγγραφική του δραστηριότητα:
Έλληνες και Νεοέλληνες (1988)
Τα μαλλιά του φαλακρού δολοφόνου (1989, Αιγόκερως)
Το ομιχλώδες τοπίο της ιστορίας (1990, Αιγόκερως)
Καπιταλισμός: Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας (1991, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου)
Μνημόσυνο για έναν ημιτελή θάνατο (αυτοβιογραφικό, 1992, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου)
Ιστορία (κωμικοτραγική) του Νεοελληνικού κράτους 1830-1974 (1993, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου)
Οι λαοί των Βαλκανίων (1994, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου)
20 κείμενα για 127 αιρέσεις (1995, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου)
Μυθ-ιστορία των βάρβαρων προγόνων των σημερινών Ευρωπαίων (1995, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου)
Θερμοί και ψυχροί πόλεμοι (1996, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου)
Λαοί της Ευρώπης (1996, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου)
Επαναστατικά και απελευθερωτικά κινήματα (1997, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου)
Λαοί της Μέσης Ανατολής (1998, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου)
Η μεγάλη περιπέτεια του Μαρξισμού (1999, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου)
Άραβες (2003, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου)
Ταξίδι στο μύθο δια της ιστορίας (2003, Αιγόκερως)
Η μυθική ιστορία των Εβραίων (2005, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου)
Νεοελληνική ιστορία της αρχαίας Ελλάδας (2010, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, πρώτη δημοσίευση ως σειρά άρθρων στο “Έθνος της Κυριακής” το 1989)
Ιστορία (κωμικοτραγική) του Νεοελληνικού κράτους – Αυτό το βιβλίο αγαπάει την Ελλάδα. Και γι’ αυτό δεν την κολακεύει
Στο βιβλίο του αυτό ο Βασίλης Ραφαηλίδης καταγράφει την ιστορία της Ελλάδας από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους το 1830 έως και την πτώση της χούντας το 1974.
Ο συγγραφέας δίνει έμφαση περισσότερο στα αρνητικά παρά στα θετικά γεγονότα.
Δεν εξιστορεί κατορθώματα ηρώων, αλλά επικεντρώνεται σε ανθρώπους που θεωρεί πατριδοκάπηλους και δωσίλογους.
Παράλληλα προσεγγίζει με χιουμοριστική διάθεση τα γεγονότα, διακωμωδώντας καταστάσεις και πρόσωπα.
Η προσέγγιση αυτή δεν έχει ως σκοπό την μεμψιμοιρία ή την απαξίωση, μα την έκθεση γεγονότων που ο συγγραφέας θεωρεί ότι δεν αναφέρονται στα σχολικά ιστορικά βιβλία.
Σύμφωνα με το σημείωμα του ίδιου του συγγραφέα, «Οι λαοί δεν έχουν μόνο ήρωες, έχουν και καθάρματα.
Στην ιστορία ενός τόπου δεν ανήκουν μόνο οι ήρωες, ανήκουν και τα καθάρματα, που κι αυτά γράφουν ιστορία. (…)
Τούτη η συνοπτική ιστορία της Ελλάδας από το 1830 μέχρι και το 1974 που γράφτηκε για να είναι κατ’ αρχήν ένα ευχάριστω ανάγνωσμα επιμένει περισσότερο στα αρνητικά παρά στα θετικά γεγονότα της ιστορίας μας.
Δίνει δηλαδή μεγαλύτερη σημασία στους προδότες, τους δωσίλογους όλων των περιόδων και τους πατριδοκάπηλους που δεν έλειψαν ποτέ, παρά σ’ αυτούς που νοιάστηκαν ειλικρινά για τούτον τον δύσμοιρο τόπο, που συνεχίζει να υποφέρει από έλλειψη ιστορικής ειλικρίνειας. (…)
Αυτό το βιβλίο αγαπάει την Ελλάδα.
Και γι αυτό δεν την κολακεύει.
Λέει τα σύκα, σύκα και τους προδότες, προδότες και όχι εθνικούς ήρωες.
Θα μπορούσε να έχει τίτλο “Αρνητική Ιστορία της Νέας Ελλάδας” , αν η άρνηση δεν ήταν αναγκαία για την κατάφαση.
Συνεπώς αυτό το βιβλίο στοχεύει την κατάφαση μέσα από την άρνηση, κατά την προτροπή του Τεοντόρ Αντόρνο».
Το ιδεολογικό χάσμα του Ραφαηλίδη με πολλούς της εποχής του
Πολλές φορές λόγω του πληθωρικού του χαρακτήρα αλλά και της αγανάκτησης που ένιωθε ύψωνε τη φωνή και ερχόταν σε έντονες αντιπαραθέσεις με ανθρώπους που τον χώριζαν ιδεολογικά χάσματα
Στο στόχαστρό του είχε ακόμα και ο Διονύσης Σαββόπουλος, τον οποίο είχε κατηγορήσει για «βαθύτατο πουριτανισμό» για τις απόψεις του. «Αν ζούσε στον Μεσαίωνα, σίγουρα θα ήταν ένας έξοχος ιεροεξεταστής», είχε δηλώσει σε μια δημόσια αντιπαράθεσή τους.
Στο Έθνος της Κυριακής όπου αρθρογραφούσε από το 1983 μέχρι 1998 αναφερόταν συχνά στη Αρχαία Ελλάδα.
Η άποψή του συνοψίζεται στo παρακάτω κείμενό του: “Οι αρχαίοι Έλληνες μεγαλούργησαν χάρη στην ανεκτικότητα τους, απέναντι σε όλους αυτούς που έρχονταν και εγκαθίστανται στις Ελληνικές πόλεις.
Που ήταν Ελληνικές γιατί ανάπτυξαν ένα πολιτισμό, που ονομάστηκε Ελληνικός, από τον τόπο όπου εμφανίστηκε και όχι από την ποιότητα της ράτσας των αυτοχθόνων.
Η Ελλάδα ήταν πάντα μια χοάνη συγκερασμού, εθνοτήτων και λαοτήτων, ένα τέλειο χωνευτήρι λαών και τούτο χάρη στην θέση της, στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου εμφανιστήκαν όλοι οι σπουδαίοι πολιτισμοί που συγκεράστηκαν στον Ελληνικό.
Πριν κάθε τι, η Ελλάδα είναι μια πολιτιστική παγκόσμια έννοια.
Όχι όμως θεωρία “ανωτέρας φυλής και περιουσίου έθνους”.
Αυτό το βιβλίο αγαπάει την Ελλάδα. Και γι’ αυτό δεν την κολακεύει
Για τον Καποδίστρια έγραφε:
Οι δυο υδραίικες οικογένειες, όπως ήταν φυσικό, δεν είδαν με καλό μάτι τον ερχομό του «ξένου» Καποδίστρια στην Ελλάδα.
Τους χαλούσε τα σχέδια για απόλυτη κυριαρχία.
Κι ήταν αυτοί που οργάνωσαν την αντιπολίτευση κατά του Κυβερνήτη.
Έτσι μετά τις εκλογές του 1829 και το χρίσμα που πήρε ο Καποδίστριας ως λαϊκός πλέον ηγέτης, κηρύσσουν την ανυπακοή στην κυβέρνηση του Καποδίστρια και στην πραγματικότητα ανακηρύσσουν την Ύδρα αυτόνομο και ανεξάρτητο κράτος.
Πιο σωστά, πρωτεύουσα μιας άλλης Ελλάδας, όπου τον πρώτο και κύριο ρόλο θα παίζουν τα πλούσια νησιά του Αιγαίου, που όλα δηλώνουν υπακοή στους Κουντουριώτηδες της Ύδρας.
(……..)
Η ανταρσία της Ύδρας κατά του Καποδίστρια επισημοποιείται με μια ψευτοκυβέρνηση που σχηματίζει εκεί ο Κουντουριώτης.
Ο Καποδίστριας τραβάει τα μαλλιά του και δίνει εντολή στον Κανάρη να ετοιμάζει τον αγκυροβολημένο στον Πόρο ελληνικό στόλο να πάει να αποκλείσει την Ύδρα.
Όμως, ο Κουντουριώτης μαθαίνει τι του ετοιμάζει ο Καποδίστριας και στέλνει τον Μιαούλη στον Πόρο να καταλάβει τον ελληνικό στόλο και να τον φέρει στο «ανεξάρτητο» κράτος της Ύδρας.
Πράγματι ο Μιαούλης με μια πειρατική ενέργεια από κείνες που μόνο αυτός ήξερε να οργανώνει προκειμένου να γίνει πλούσιος πολύ πριν ξεσπάσει η ελληνική επανάσταση, καταλαμβάνει τον στόλο, καταλαμβάνει και το φρούριο του Πόρου.
Και συλλαμβάνει αιχμάλωτο τον δύστυχο Κανάρη, τον μέχρι πριν από λίγο συμπολεμιστή του.
Ο Καποδίστριας αφρίζει και αποφασίζει να ανακαταλάβει τον ναύσταθμο του Πόρου.
Προς τούτο, ζητά τη βοήθεια των πρεσβευτών της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Ο Άγγλος και ο Γάλλος του την αρνούνται.
Θεωρούν καλά καμωμένα τα όσα έγιναν και εκδηλώνονται απροσχημάτιστα κατά του Καποδίστρια, που ξέρει πια ότι το τέλος του φτάνει.
Αγωνίζεται ωστόσο κατά των επιδρομέων Υδραίων που πολιορκούν τα ελληνικά πλοία μέσα στο ναύσταθμο και μπλοκάρει όλα τα πολεμικά μαζί και τα εμπορικά.
Ζητάει απ’ τον Μιαούλη να φύγει ήσυχα για την πατρίδα του την Ύδρα χωρίς να πάθει τίποτα, αλλά ο γενναίος Υδραίος γίνεται θηρίο έτσι που είναι εγκλωβισμένος απ’ τον εμπορικό στόλο, και πυρπολεί τη μεγάλη φραγάτα «Ελλάς».
Σημαδιακό το όνομα του πλοίου.
Η πυρπόληση του «Ελλάς» απ’ τον Έλληνα, συμβαίνει την 1η Αυγούστου 1831, ημέρα κατά την οποία καταλαβαίνει κάθε νοήμων της εποχής, πως είναι αδύνατο να υπάρξει ελληνικό κράτος.
Το πείραμα Καποδίστρια απέτυχε γιατί οι Έλληνες δε θέλουν να έχουν κράτος.
Ούτε σήμερα θέλουν να έχουν κράτος. Η σημερινή Ελλάδα είναι γεμάτη Υδραίους και Μιαούληδες.
Το πυρ απ’ τη φρεγάτα «Ελλάς» μεταδίδεται και στην κορβέτα «Ύδρα».
Δεύτερος συμβολισμός: ο Μιαούλης δεν έκαψε μόνο την Ελλάδα αλλά και την την πατρίδα του την Ύδρα.
Και ενώ οι φλόγες καταυγάζουν τον άσχετο προς όλη αυτή τη βαρβαρότητα ελληνικό ουρανό, ο Μιαούλης τρυπώνει μέσα απ’ τις φλόγες και τελικά βρίσκεται ασφαλής στο πειρατικό του καταφύγιο, την Ύδρα.
Προσοχή όμως.
Φεύγει μόνο όταν διαπιστώνει πως δεν μπορεί να κάψει όλα τα πλοία, όπως ήταν η πρόθεσή του, γιατί στο μεταξύ ο Κανάρης, που ήταν αιχμάλωτός του, όπως είπαμε, ελευθερώνεται, ανακαταλαμβάνει όσα πλοία δεν είχε κάψει ο Μιαούλης και τα σώζει απ’ τον επιδρομέα Υδραίο.
Των εχθρών τα φουσάτα περάσαν…
Το περιστατικό δε θα το βρείτε στα σχολικά εγχειρίδια ιστορίας, για ευνόητους λογοκριτικούς λόγους.
Η καταγωγή του πατέρα του ήταν από την Κωνσταντινούπολη, την οποία και ο ίδιος αναγνώριζε ως πατρίδα του (κυρίως διότι του άρεσε ως πόλη).
Εξάλλου είχε και άλλες «πατρίδες».
Κατεξοχήν, την Καστοριά στην οποία πέρασε την εφηβεία, λόγω μετάθεσης των γονέων του.
Σημειωτέον, οι γονείς του ήταν αμφότεροι εκπαιδευτικοί – φιλόλογος ο πατέρας (Απόστολος), δασκάλα η μητέρα του (Ελένη).
Η μητέρα του κατάγονταν από το Βελβεντό Κοζάνης.
Σπούδασε το 1959 κινηματογράφο στη σχολή Σταυράκου στην Αθήνα και μετά την αποφοίτησή του εργάστηκε σαν βοηθός του Νίκου Κούνδουρου και του Ροβήρου Μανθούλη, ενώ το 1962 γύρισε και ο ίδιος δύο ταινίες – ντοκιμαντέρ μικρού μήκους, το Βυζαντινό Μνημόσυνο και τους γουναράδες της Καστοριάς και την τέχνη τους.
Η πρώτη του ταινία, γυρισμένη με πενιχρά και πεπαλαιωμένα μέσα, ήταν εξαιρετικά φιλόδοξη, αλλά ο ίδιος την απέρριψε αμέσως ως αισθητικά απαράδεκτη και έκτοτε αδιαφόρησε παντελώς για την τύχη της παρότι βραβεύτηκε αργότερα από διεθνές φεστιβάλ.
Το 1963 αποφασίζει να εγκαταλείψει την προοπτική του επαγγελματία σκηνοθέτη για να γίνει επαγγελματίας κριτικός κινηματογράφου.
Αρχικά εργάστηκε σ’ αυτό το πόστο σε έντυπα της αριστεράς στην οποία ιδεολογικά ανήκε, αρχικά την Επιθεώρηση Τέχνης και αργότερα στη Δημοκρατική Αλλαγή.
Στη συνέχεια εξέδωσε το περιοδικό Ελληνικός Κινηματογράφος το οποίο έκλεισε η Χούντα για να το επανεκδώσει στη συνέχεια με τον τίτλο Σύγχρονος Κινηματογράφος.
Με τη μεταπολίτευση εργάστηκε σε διάφορες εφημερίδες όπως Το Βήμα (1974-1983), Έθνος (1983-1998) και Ελευθεροτυπία (1998 ως τον θάνατό του το 2000), μη περιοριζόμενος στην κριτική κινηματογράφου, αλλά γράφοντας σχόλια και επιφυλλίδες που άπτονταν ευρύτερων πολιτικών και κοινωνικών θεμάτων.
Επίσης παρέδιδε σεμινάρια και δίδαξε κινηματογράφο στη Σχολή Σταυράκου, στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης, στο Ινστιτούτο Γκαίτε και αλλού.
Επίσης εργάστηκε και σε ραδιοφωνικό σταθμό σε εκπομπές διαλόγου. Στη διάρκεια της δικτατορίας βασανίστηκε και εκτοπίστηκε στις φυλακές της Αίγινας. Υπήρξε συνειδητοποιημένος μαρξιστής-κομμουνιστής και μέσα από κάποια βιβλία του ανέλυσε τη μαρξιστική και κομμουνιστική θεωρία με τρόπο απλό αλλά όχι απλουστευτικό.
Απεβίωσε το 2000 σε ηλικία 66 ετών από καρκίνο.
Η κηδεία του ήταν θρησκευτική, ο ίδιος δήλωνε άθεος, με πρωτοβουλία των δύο αδελφών του.
Έγινε στο Ναό του Αγίου Νικολάου Πευκακίων και τον επικήδειο εκφώνησε ο πατήρ Γεώργιος Μεταλληνός, με τον οποίο συχνά συγκρουόταν σε πλαίσια τηλεοπτικών εκπομπών.
Κατοικούσε στην ιστορική συνοικία της Νεάπολης επί της οδού Ιπποκράτους.
Ενδεικτικά κάποια βιβλία από την πλούσια συγγραφική του δραστηριότητα:
Έλληνες και Νεοέλληνες (1988)
Τα μαλλιά του φαλακρού δολοφόνου (1989, Αιγόκερως)
Το ομιχλώδες τοπίο της ιστορίας (1990, Αιγόκερως)
Καπιταλισμός: Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας (1991, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου)
Μνημόσυνο για έναν ημιτελή θάνατο (αυτοβιογραφικό, 1992, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου)
Ιστορία (κωμικοτραγική) του Νεοελληνικού κράτους 1830-1974 (1993, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου)
Οι λαοί των Βαλκανίων (1994, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου)
20 κείμενα για 127 αιρέσεις (1995, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου)
Μυθ-ιστορία των βάρβαρων προγόνων των σημερινών Ευρωπαίων (1995, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου)
Θερμοί και ψυχροί πόλεμοι (1996, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου)
Λαοί της Ευρώπης (1996, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου)
Επαναστατικά και απελευθερωτικά κινήματα (1997, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου)
Λαοί της Μέσης Ανατολής (1998, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου)
Η μεγάλη περιπέτεια του Μαρξισμού (1999, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου)
Άραβες (2003, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου)
Ταξίδι στο μύθο δια της ιστορίας (2003, Αιγόκερως)
Η μυθική ιστορία των Εβραίων (2005, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου)
Νεοελληνική ιστορία της αρχαίας Ελλάδας (2010, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, πρώτη δημοσίευση ως σειρά άρθρων στο “Έθνος της Κυριακής” το 1989)
Ιστορία (κωμικοτραγική) του Νεοελληνικού κράτους – Αυτό το βιβλίο αγαπάει την Ελλάδα. Και γι’ αυτό δεν την κολακεύει
Στο βιβλίο του αυτό ο Βασίλης Ραφαηλίδης καταγράφει την ιστορία της Ελλάδας από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους το 1830 έως και την πτώση της χούντας το 1974.
Ο συγγραφέας δίνει έμφαση περισσότερο στα αρνητικά παρά στα θετικά γεγονότα.
Δεν εξιστορεί κατορθώματα ηρώων, αλλά επικεντρώνεται σε ανθρώπους που θεωρεί πατριδοκάπηλους και δωσίλογους.
Παράλληλα προσεγγίζει με χιουμοριστική διάθεση τα γεγονότα, διακωμωδώντας καταστάσεις και πρόσωπα.
Η προσέγγιση αυτή δεν έχει ως σκοπό την μεμψιμοιρία ή την απαξίωση, μα την έκθεση γεγονότων που ο συγγραφέας θεωρεί ότι δεν αναφέρονται στα σχολικά ιστορικά βιβλία.
Σύμφωνα με το σημείωμα του ίδιου του συγγραφέα, «Οι λαοί δεν έχουν μόνο ήρωες, έχουν και καθάρματα.
Στην ιστορία ενός τόπου δεν ανήκουν μόνο οι ήρωες, ανήκουν και τα καθάρματα, που κι αυτά γράφουν ιστορία. (…)
Τούτη η συνοπτική ιστορία της Ελλάδας από το 1830 μέχρι και το 1974 που γράφτηκε για να είναι κατ’ αρχήν ένα ευχάριστω ανάγνωσμα επιμένει περισσότερο στα αρνητικά παρά στα θετικά γεγονότα της ιστορίας μας.
Δίνει δηλαδή μεγαλύτερη σημασία στους προδότες, τους δωσίλογους όλων των περιόδων και τους πατριδοκάπηλους που δεν έλειψαν ποτέ, παρά σ’ αυτούς που νοιάστηκαν ειλικρινά για τούτον τον δύσμοιρο τόπο, που συνεχίζει να υποφέρει από έλλειψη ιστορικής ειλικρίνειας. (…)
Αυτό το βιβλίο αγαπάει την Ελλάδα.
Και γι αυτό δεν την κολακεύει.
Λέει τα σύκα, σύκα και τους προδότες, προδότες και όχι εθνικούς ήρωες.
Θα μπορούσε να έχει τίτλο “Αρνητική Ιστορία της Νέας Ελλάδας” , αν η άρνηση δεν ήταν αναγκαία για την κατάφαση.
Συνεπώς αυτό το βιβλίο στοχεύει την κατάφαση μέσα από την άρνηση, κατά την προτροπή του Τεοντόρ Αντόρνο».
Το ιδεολογικό χάσμα του Ραφαηλίδη με πολλούς της εποχής του
Πολλές φορές λόγω του πληθωρικού του χαρακτήρα αλλά και της αγανάκτησης που ένιωθε ύψωνε τη φωνή και ερχόταν σε έντονες αντιπαραθέσεις με ανθρώπους που τον χώριζαν ιδεολογικά χάσματα
Στο στόχαστρό του είχε ακόμα και ο Διονύσης Σαββόπουλος, τον οποίο είχε κατηγορήσει για «βαθύτατο πουριτανισμό» για τις απόψεις του. «Αν ζούσε στον Μεσαίωνα, σίγουρα θα ήταν ένας έξοχος ιεροεξεταστής», είχε δηλώσει σε μια δημόσια αντιπαράθεσή τους.
Στο Έθνος της Κυριακής όπου αρθρογραφούσε από το 1983 μέχρι 1998 αναφερόταν συχνά στη Αρχαία Ελλάδα.
Η άποψή του συνοψίζεται στo παρακάτω κείμενό του: “Οι αρχαίοι Έλληνες μεγαλούργησαν χάρη στην ανεκτικότητα τους, απέναντι σε όλους αυτούς που έρχονταν και εγκαθίστανται στις Ελληνικές πόλεις.
Που ήταν Ελληνικές γιατί ανάπτυξαν ένα πολιτισμό, που ονομάστηκε Ελληνικός, από τον τόπο όπου εμφανίστηκε και όχι από την ποιότητα της ράτσας των αυτοχθόνων.
Η Ελλάδα ήταν πάντα μια χοάνη συγκερασμού, εθνοτήτων και λαοτήτων, ένα τέλειο χωνευτήρι λαών και τούτο χάρη στην θέση της, στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου εμφανιστήκαν όλοι οι σπουδαίοι πολιτισμοί που συγκεράστηκαν στον Ελληνικό.
Πριν κάθε τι, η Ελλάδα είναι μια πολιτιστική παγκόσμια έννοια.
Όχι όμως θεωρία “ανωτέρας φυλής και περιουσίου έθνους”.
Αυτό το βιβλίο αγαπάει την Ελλάδα. Και γι’ αυτό δεν την κολακεύει
Για τον Καποδίστρια έγραφε:
Οι δυο υδραίικες οικογένειες, όπως ήταν φυσικό, δεν είδαν με καλό μάτι τον ερχομό του «ξένου» Καποδίστρια στην Ελλάδα.
Τους χαλούσε τα σχέδια για απόλυτη κυριαρχία.
Κι ήταν αυτοί που οργάνωσαν την αντιπολίτευση κατά του Κυβερνήτη.
Έτσι μετά τις εκλογές του 1829 και το χρίσμα που πήρε ο Καποδίστριας ως λαϊκός πλέον ηγέτης, κηρύσσουν την ανυπακοή στην κυβέρνηση του Καποδίστρια και στην πραγματικότητα ανακηρύσσουν την Ύδρα αυτόνομο και ανεξάρτητο κράτος.
Πιο σωστά, πρωτεύουσα μιας άλλης Ελλάδας, όπου τον πρώτο και κύριο ρόλο θα παίζουν τα πλούσια νησιά του Αιγαίου, που όλα δηλώνουν υπακοή στους Κουντουριώτηδες της Ύδρας.
(……..)
Η ανταρσία της Ύδρας κατά του Καποδίστρια επισημοποιείται με μια ψευτοκυβέρνηση που σχηματίζει εκεί ο Κουντουριώτης.
Ο Καποδίστριας τραβάει τα μαλλιά του και δίνει εντολή στον Κανάρη να ετοιμάζει τον αγκυροβολημένο στον Πόρο ελληνικό στόλο να πάει να αποκλείσει την Ύδρα.
Όμως, ο Κουντουριώτης μαθαίνει τι του ετοιμάζει ο Καποδίστριας και στέλνει τον Μιαούλη στον Πόρο να καταλάβει τον ελληνικό στόλο και να τον φέρει στο «ανεξάρτητο» κράτος της Ύδρας.
Πράγματι ο Μιαούλης με μια πειρατική ενέργεια από κείνες που μόνο αυτός ήξερε να οργανώνει προκειμένου να γίνει πλούσιος πολύ πριν ξεσπάσει η ελληνική επανάσταση, καταλαμβάνει τον στόλο, καταλαμβάνει και το φρούριο του Πόρου.
Και συλλαμβάνει αιχμάλωτο τον δύστυχο Κανάρη, τον μέχρι πριν από λίγο συμπολεμιστή του.
Ο Καποδίστριας αφρίζει και αποφασίζει να ανακαταλάβει τον ναύσταθμο του Πόρου.
Προς τούτο, ζητά τη βοήθεια των πρεσβευτών της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Ο Άγγλος και ο Γάλλος του την αρνούνται.
Θεωρούν καλά καμωμένα τα όσα έγιναν και εκδηλώνονται απροσχημάτιστα κατά του Καποδίστρια, που ξέρει πια ότι το τέλος του φτάνει.
Αγωνίζεται ωστόσο κατά των επιδρομέων Υδραίων που πολιορκούν τα ελληνικά πλοία μέσα στο ναύσταθμο και μπλοκάρει όλα τα πολεμικά μαζί και τα εμπορικά.
Ζητάει απ’ τον Μιαούλη να φύγει ήσυχα για την πατρίδα του την Ύδρα χωρίς να πάθει τίποτα, αλλά ο γενναίος Υδραίος γίνεται θηρίο έτσι που είναι εγκλωβισμένος απ’ τον εμπορικό στόλο, και πυρπολεί τη μεγάλη φραγάτα «Ελλάς».
Σημαδιακό το όνομα του πλοίου.
Η πυρπόληση του «Ελλάς» απ’ τον Έλληνα, συμβαίνει την 1η Αυγούστου 1831, ημέρα κατά την οποία καταλαβαίνει κάθε νοήμων της εποχής, πως είναι αδύνατο να υπάρξει ελληνικό κράτος.
Το πείραμα Καποδίστρια απέτυχε γιατί οι Έλληνες δε θέλουν να έχουν κράτος.
Ούτε σήμερα θέλουν να έχουν κράτος. Η σημερινή Ελλάδα είναι γεμάτη Υδραίους και Μιαούληδες.
Το πυρ απ’ τη φρεγάτα «Ελλάς» μεταδίδεται και στην κορβέτα «Ύδρα».
Δεύτερος συμβολισμός: ο Μιαούλης δεν έκαψε μόνο την Ελλάδα αλλά και την την πατρίδα του την Ύδρα.
Και ενώ οι φλόγες καταυγάζουν τον άσχετο προς όλη αυτή τη βαρβαρότητα ελληνικό ουρανό, ο Μιαούλης τρυπώνει μέσα απ’ τις φλόγες και τελικά βρίσκεται ασφαλής στο πειρατικό του καταφύγιο, την Ύδρα.
Προσοχή όμως.
Φεύγει μόνο όταν διαπιστώνει πως δεν μπορεί να κάψει όλα τα πλοία, όπως ήταν η πρόθεσή του, γιατί στο μεταξύ ο Κανάρης, που ήταν αιχμάλωτός του, όπως είπαμε, ελευθερώνεται, ανακαταλαμβάνει όσα πλοία δεν είχε κάψει ο Μιαούλης και τα σώζει απ’ τον επιδρομέα Υδραίο.
Των εχθρών τα φουσάτα περάσαν…
Το περιστατικό δε θα το βρείτε στα σχολικά εγχειρίδια ιστορίας, για ευνόητους λογοκριτικούς λόγους.
Κείμενο και επιμέλεια κειμένου:ntina
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου