Η γλώσσα που μιλάμε αλλάζει την αντίληψή μας για το χρόνο.
Ο χρόνος είναι σχετικός
Οι γλωσσικές διαφορές, σύμφωνα με δημοσιευμένη μελέτη στην Εφημερίδα της Πειραματικής Ψυχολογίας,επηρεάζουν στην πραγματικότητα την αντίληψή μας για το πέρασμα του χρόνου.
Η γλώσσα έχει τόσο ισχυρό αποτέλεσμα που μπορεί να επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο βιώνουμε χρόνο, επισημαίνουν οι ερυνητές.
Ο καθηγητής Πάνος Αθανασόπουλος, γλωσσολόγος από το Πανεπιστήμιο του Lancaster και ο καθηγητής Emanuel Bylund, γλωσσολόγος από το Πανεπιστήμιο Stellenbosch και το Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης, έχουν ανακαλύψει ότι οι άνθρωποι που μιλούν δύο γλώσσες σκέφτονται τον χρόνο διαφορετικά ανάλογα με το γλωσσικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται.
Το να μαθαίνουμε ξένες γλώσσες κάνει καλό, λένε οι επιστήμονες οι οποίοι μελέτησαν την εγκεφαλική λειτουργία ατόμων που μιλούν περισσότερες από μία γλώσσες.
Όπως διαπίστωσαν, εκτός των άλλων χαρακτηριστικών των δίγλωσσων ανθρώπων, μπορούν να αντιλαμβάνονται τον χρόνο διαφορετικά.
Τα συμπεράσματα της κοινής έρευνας των Πανεπιστημίων δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Journal of Experimental Psychology».
Συχνά οι άνθρωποι που μιλούν περισσότερες από μία γλώσσες προκαλούν στους γύρω τους ερωτήματα του τύπου:
Σε ποια γλώσσα σκέφτονται; Μπορούν να αλλάξουν γλώσσα ομιλίας στη μέση μιας φράσης;
Μπορούν να ονειρεύονται σε όλες τις γλώσσες που μιλούν;
Σύμφωνα με την έρευνα των γλωσσολόγων καθηγητών Emanuel Bylund και Πάνου Αθανασόπουλου, όλα τα παραπάνω ερωτήματα έχουν σημασία διότι όταν κάποιος μιλά δύο γλώσσες (σουηδικά και ισπανικά, για παράδειγμα) μπορεί να βιώνει τον χρόνο με διαφορετικό τρόπο από τους ανθρώπους που μιλούν μόνο μία γλώσσα.
Δηλαδή αντιλαμβάνονται τον χρόνο και τη διάρκεια των γεγονότων βάσει του γλωσσικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο αυτά περιγράφονται.
Ειδικά όσοι είναι δίγλωσσοι, μπορούν τόσο συνειδητά όσο και ασυνείδητα να πηγαίνουν από τη μία γλώσσα στην άλλη και να σκέπτονται μέσα σε αυτές.
Κάθε γλώσσα αναφέρεται στον χρόνο διαφορετικά και τον περιγράφει διαφορετικά.
Για παράδειγμα,οι Σουηδοί και οι Άγγλοι, τείνουν να σκέφτονται το χρόνο από την άποψη της απόστασης.
Οι Ισπανοί και Έλληνες, από την άλλη πλευρά, τείνουν να σκέφτονται τον χρόνο από την άποψη του όγκου.
Taking a short break, λένε οι αγγλόφωνοι, το οποίο σε κατά λέξη μετάφραση σημαίνει: κάνω ένα κοντό διάλειμμα.
Οι ισπανόφωνοι όμως λένε «tomamos una pequeña pausa», δηλαδή: κάνω ένα μικρό διάλειμμα.
Οι ερευνητές κάλεσαν ανθρώπους με μητρική γλώσσα τη σουηδική, αλλά που μιλούν επίσης ισπανικά, να εκτιμήσουν πόσος χρόνος πέρασε ενόσω παρακολουθούσαν μια γραμμή να μεγαλώνει στην οθόνη ενός υπολογιστή ή ένα δοχείο να γεμίζει.
Τους είπαν επίσης να χρησιμοποιήσουν πότε την ισπανική λέξη για τη διάρκεια (duración) και τη σουηδική αντίστοιχή της (tid).
Όταν τους προέτρεπαν στα ισπανικά, οι δίγλωσσοι έκαναν εκτιμήσεις του χρόνου βάσει του δοχείου που γέμιζε, ενώ όταν τους μιλούσαν στα σουηδικά, άλλαζα συμπεριφορά και μετρούσαν τον χρόνο με μετρικές αποστάσεις και βάσει της γραμμής που μεγάλωνε.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Πάνο Αθανασόπουλο, τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι η γλώσσα διατρέχει τις αισθήσεις και τα συναισθήματά μας, αλλά και τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα περισσότερο από όσο μπορούμε να αντιληφθούμε.
«Το γεγονός ότι οι δίγλωσσοι μετρούν τον χρόνο, χωρίς να προσπαθούν και χωρίς να το συνειδητοποιούν, διαφορετικά, ανάλογα με τη γλώσσα, είναι ένα ακόμη στοιχείο που προστίθεται σε εκείνα που αποδεικνύουν την ευκολία με την οποία η γλώσσα εισέρχεται ασυνείδητα στις βασικές μας αισθήσεις, ακόμη και τα συναισθήματά μας, την οπτική μας αντίληψη, και πλέον και τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον χρόνο», τόνισε.
Και ο καθηγητής Emanuel Bylund διευκρινίζει:
Υπάρχει μια έκφραση, μάλλον Πολωνικής προέλευσης, που λέει ότι αν μάθεις μια νέα γλώσσα κερδίζεις μια νέα ψυχή.
Ο Bylund, ο οποίος μιλά τρεις γλώσσες, δεν φτάνει μέχρι εκεί.
Ωστόσο σημειώνει ότι “Αν μιλάμε δύο γλώσσες, τότε μπορούμε να κατανοούμε και να εισερχόμαστε σε δυο διαφορετικές απόψεις του κόσμου ταυτόχρονα και μπορούμε ευέλικτα να κινούμαστε ανάμεσά τους.
Ως δίγλωσσοι ομιλητές, μπορούμε να έχουμε δύο διαφορετικές αντιλήψεις του χρόνου. Αυτό είναι συναρπαστικό.”
Σύμφωνα πάλι με τον Πάνο Αθανασόπουλο, τα στοιχεία δείχνουν ότι όσοι μιλούν περισσότερες από μία γλώσσες «είναι πιο ευέλικτοι στη σκέψη» συγκριτικά με όσους μιλούν μία μόνο γλώσσα.
«Υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία ότι η κινητικότητα του εγκεφάλου μεταξύ διαφορετικών γλωσσών σε καθημερινή βάση αυξάνει την ικανότητα της μάθησης, της υλοποίησης πολλών και διαφορετικών εργασιών και, σε μακροπρόθεσμο επίπεδο, βελτιώνει την πνευματική μας υγεία», επισήμανε.
Ο χρόνος είναι σχετικός
Οι γλωσσικές διαφορές, σύμφωνα με δημοσιευμένη μελέτη στην Εφημερίδα της Πειραματικής Ψυχολογίας,επηρεάζουν στην πραγματικότητα την αντίληψή μας για το πέρασμα του χρόνου.
Η γλώσσα έχει τόσο ισχυρό αποτέλεσμα που μπορεί να επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο βιώνουμε χρόνο, επισημαίνουν οι ερυνητές.
Ο καθηγητής Πάνος Αθανασόπουλος, γλωσσολόγος από το Πανεπιστήμιο του Lancaster και ο καθηγητής Emanuel Bylund, γλωσσολόγος από το Πανεπιστήμιο Stellenbosch και το Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης, έχουν ανακαλύψει ότι οι άνθρωποι που μιλούν δύο γλώσσες σκέφτονται τον χρόνο διαφορετικά ανάλογα με το γλωσσικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται.
Το να μαθαίνουμε ξένες γλώσσες κάνει καλό, λένε οι επιστήμονες οι οποίοι μελέτησαν την εγκεφαλική λειτουργία ατόμων που μιλούν περισσότερες από μία γλώσσες.
Όπως διαπίστωσαν, εκτός των άλλων χαρακτηριστικών των δίγλωσσων ανθρώπων, μπορούν να αντιλαμβάνονται τον χρόνο διαφορετικά.
Τα συμπεράσματα της κοινής έρευνας των Πανεπιστημίων δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Journal of Experimental Psychology».
Συχνά οι άνθρωποι που μιλούν περισσότερες από μία γλώσσες προκαλούν στους γύρω τους ερωτήματα του τύπου:
Σε ποια γλώσσα σκέφτονται; Μπορούν να αλλάξουν γλώσσα ομιλίας στη μέση μιας φράσης;
Μπορούν να ονειρεύονται σε όλες τις γλώσσες που μιλούν;
Σύμφωνα με την έρευνα των γλωσσολόγων καθηγητών Emanuel Bylund και Πάνου Αθανασόπουλου, όλα τα παραπάνω ερωτήματα έχουν σημασία διότι όταν κάποιος μιλά δύο γλώσσες (σουηδικά και ισπανικά, για παράδειγμα) μπορεί να βιώνει τον χρόνο με διαφορετικό τρόπο από τους ανθρώπους που μιλούν μόνο μία γλώσσα.
Δηλαδή αντιλαμβάνονται τον χρόνο και τη διάρκεια των γεγονότων βάσει του γλωσσικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο αυτά περιγράφονται.
Ειδικά όσοι είναι δίγλωσσοι, μπορούν τόσο συνειδητά όσο και ασυνείδητα να πηγαίνουν από τη μία γλώσσα στην άλλη και να σκέπτονται μέσα σε αυτές.
Κάθε γλώσσα αναφέρεται στον χρόνο διαφορετικά και τον περιγράφει διαφορετικά.
Για παράδειγμα,οι Σουηδοί και οι Άγγλοι, τείνουν να σκέφτονται το χρόνο από την άποψη της απόστασης.
Οι Ισπανοί και Έλληνες, από την άλλη πλευρά, τείνουν να σκέφτονται τον χρόνο από την άποψη του όγκου.
Taking a short break, λένε οι αγγλόφωνοι, το οποίο σε κατά λέξη μετάφραση σημαίνει: κάνω ένα κοντό διάλειμμα.
Οι ισπανόφωνοι όμως λένε «tomamos una pequeña pausa», δηλαδή: κάνω ένα μικρό διάλειμμα.
Οι ερευνητές κάλεσαν ανθρώπους με μητρική γλώσσα τη σουηδική, αλλά που μιλούν επίσης ισπανικά, να εκτιμήσουν πόσος χρόνος πέρασε ενόσω παρακολουθούσαν μια γραμμή να μεγαλώνει στην οθόνη ενός υπολογιστή ή ένα δοχείο να γεμίζει.
Τους είπαν επίσης να χρησιμοποιήσουν πότε την ισπανική λέξη για τη διάρκεια (duración) και τη σουηδική αντίστοιχή της (tid).
Όταν τους προέτρεπαν στα ισπανικά, οι δίγλωσσοι έκαναν εκτιμήσεις του χρόνου βάσει του δοχείου που γέμιζε, ενώ όταν τους μιλούσαν στα σουηδικά, άλλαζα συμπεριφορά και μετρούσαν τον χρόνο με μετρικές αποστάσεις και βάσει της γραμμής που μεγάλωνε.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Πάνο Αθανασόπουλο, τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι η γλώσσα διατρέχει τις αισθήσεις και τα συναισθήματά μας, αλλά και τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα περισσότερο από όσο μπορούμε να αντιληφθούμε.
«Το γεγονός ότι οι δίγλωσσοι μετρούν τον χρόνο, χωρίς να προσπαθούν και χωρίς να το συνειδητοποιούν, διαφορετικά, ανάλογα με τη γλώσσα, είναι ένα ακόμη στοιχείο που προστίθεται σε εκείνα που αποδεικνύουν την ευκολία με την οποία η γλώσσα εισέρχεται ασυνείδητα στις βασικές μας αισθήσεις, ακόμη και τα συναισθήματά μας, την οπτική μας αντίληψη, και πλέον και τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον χρόνο», τόνισε.
Και ο καθηγητής Emanuel Bylund διευκρινίζει:
Υπάρχει μια έκφραση, μάλλον Πολωνικής προέλευσης, που λέει ότι αν μάθεις μια νέα γλώσσα κερδίζεις μια νέα ψυχή.
Ο Bylund, ο οποίος μιλά τρεις γλώσσες, δεν φτάνει μέχρι εκεί.
Ωστόσο σημειώνει ότι “Αν μιλάμε δύο γλώσσες, τότε μπορούμε να κατανοούμε και να εισερχόμαστε σε δυο διαφορετικές απόψεις του κόσμου ταυτόχρονα και μπορούμε ευέλικτα να κινούμαστε ανάμεσά τους.
Ως δίγλωσσοι ομιλητές, μπορούμε να έχουμε δύο διαφορετικές αντιλήψεις του χρόνου. Αυτό είναι συναρπαστικό.”
Σύμφωνα πάλι με τον Πάνο Αθανασόπουλο, τα στοιχεία δείχνουν ότι όσοι μιλούν περισσότερες από μία γλώσσες «είναι πιο ευέλικτοι στη σκέψη» συγκριτικά με όσους μιλούν μία μόνο γλώσσα.
«Υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία ότι η κινητικότητα του εγκεφάλου μεταξύ διαφορετικών γλωσσών σε καθημερινή βάση αυξάνει την ικανότητα της μάθησης, της υλοποίησης πολλών και διαφορετικών εργασιών και, σε μακροπρόθεσμο επίπεδο, βελτιώνει την πνευματική μας υγεία», επισήμανε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου