Όποια συναισθήματα (ενθουσιασμό ή φόβο) και αν γεννάει η θριαμβολογική παρουσίαση διαφόρων μηχανών τεχνητής νοημοσύνης και ρομπότ, τα οποία προορίζονται, λέει, όχι μόνο να κάνουν τις βαριές δουλειές αλλά και να μας … συντροφεύουν ερωτικά ή άλλως πως στις μοναξιές μας, είναι απαραίτητο το ξεκαθάρισμα της σκέψης μας ώστε να ξέρουμε πρώτα-πρώτα με τι ακριβώς έχουμε να κάνουμε. Διότι είναι ανόητο να ενθουσιάζεται κανείς, ή να φοβάται, με αερολογίες.
Περικυκλώνοντας μεθοδικά λοιπόν το κύριο θέμα μας, που είναι ο άνθρωπος και τα κακοπαθήματά του, φιλοξενούμε και πάλι τον Πήτερ Χάκερ από τη σύντομη αλλά εξαιρετικά διαφωτιστική μελέτη του για το πώς αντιλαμβανόταν τον άνθρωπο ο Βίττγκενσταϊν. Από εδώ μπορούμε να αντιληφθούμε πόσο αέρα περιέχει το κουτί της τεχνητής νοημοσύνης ... ένα θέμα στο οποίο δεν θα σταματήσουμε να επανερχόμαστε..
Μια διευκρίνηση πάνω σε αυτά που θα διαβάσετε τώρα. Ο όρος μορφή ζωής έχει μια ιδιαίτερη και σύνθετη έννοια στον Βίττγκενσταϊν, που δεν πρέπει να τον συγχέουμε με το πώς τον εννόησαν άλλοι στοχαστές (π.χ. ο Αγκάμπεν). Ο Βίττγκενσταϊν τον χρησιμοποίησε εμφατικά στις Φιλοσοφικές Έρευνες και στο Περί βεβαιότητας. Από μια σημαντική πλευρά του, πιστεύω ότι πλησιάζει πάρα πολύ στον κατά Ηράκλειτο «ξυνό (κοινό) Λόγο», μια έννοια που δεν αφορά μια απλή συμφωνία στα λόγια, ή ομοφωνία, αλλά ένα συντονισμό στον τρόπο ζωής. Παραθέτω χαρακτηριστικά την § 241 από τις Φιλοσοφικές Έρευνες: «"Ώστε εσύ λες πως η ομοφωνία ανάμεσα στους ανθρώπους είναι αυτή που αποφασίζει τι είναι σωστό και τι λάθος;" - Σωστό και λάθος είναι αυτό που λένε οι άνθρωποι. Και ομοφωνούν οι άνθρωποι μέσα στη γλώσσα που χρησιμοποιούν. Αυτό δεν είναι ομοφωνία στις γνώμες, αλλά στη μορφή ζωής.».
Καλή ανάγνωση! - Σημ. HS.
Η σκέψη είναι φαινόμενο της ζωής.
Εκδηλώνεται σε μια απέραντη ποικιλία τρόπων συμπεριφοράς μέσα στη ζωή.
Οι μορφές σκέψης είναι εκφάνσεις μιας μορφής ζωής, μιας κουλτούρας, ενός πολιτισμού*.
Δεν χρειάζεται να φοβόμαστε ότι οι μηχανές θα σκέφτονται αντί για εμάς. Μπορούμε όμως κάλλιστα να φοβόμαστε την πιθανότητα να μας οδηγήσουν στο σημείο να πάψουμε να σκεφτόμαστε από μόνοι μας.
«(…) Οι επιστήμονες στο πεδίο της “τεχνητής νοημοσύνης” υποστηρίζουν πως οι μηχανές τους μπορούν ν’ αναγνωρίζουν και να ταυτοποιούν αντικείμενα, να κάνουν επιλογές και να παίρνουν αποφάσεις, κοντολογίς να σκέφτονται.
Τα μηχανήματα που παίζουν σκάκι μπορούν να νικήσουν τους μετρ σκακιστές και τα κομπιούτερς υπολογίζουν πιο γρήγορα από τους μαθηματικούς.
Όλα αυτά αποτελούν άραγε αποδείξεις πως η πρόοδος της επιστήμης αναιρεί τον ισχυρισμό ότι τέτοιας λογής ιδιότητες μπορούν ν’ αποδοθούν μόνο στα ανθρώπινα πλάσματα;
Ο Βιτγκενστάιν έζησε πριν από την εποχή των υπολογιστών.
Ωστόσο, τα ζητήματα αυτά τον είχαν απασχολήσει:
“Είναι δυνατόν ένα μηχάνημα να σκέφτεται;” (…)
Αυτό που μας προβληματίζει μ’ αυτό το ερώτημα, δεν είναι το γεγονός ότι δεν έχουμε ακόμα την εμπειρία ενός μηχανήματος που θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο.
Το ερώτημα αυτό δεν είναι ανάλογο με την ερώτηση “μπορεί μια μηχανή να υγροποιήσει ένα αέριο;”, που θα μπορούσε εύλογα να κάνει κάποιος πριν από εκατό χρόνια.
Το πρόβλημα βρίσκεται μάλλον στο ότι η ίδια η πρόταση “Ένα μηχάνημα σκέφτεται (αντιλαμβάνεται, επιθυμεί)”, μοιάζει άνευ νοήματος. Είναι σαν να ρωτάμε “Έχει χρώμα ο αριθμός 3;” (Λ. Βιτγκενστάιν, Το Μπλε και το Καφέ βιβλίο, σ. 81)
Σήμερα ωστόσο, που έχουμε εξοικειωθεί τόσο πολύ με την επιστημονική φαντασία και τη“διάλεκτο” των επιστημόνων τεχνητής νοημοσύνης, το ερώτημα δεν ακούγεται τόσο ανόητο.
Όμως είναι ανόητο.
Ο Βιτγκενστάιν προσέγγισε το θέμα πλαγίως:
“Θα μπορούσε μια μηχανή να σκέφτεται; ─ Θα μπορούσε να έχει πόνους; ─ Πρέπει μήπως να πούμε πως το ανθρώπινο σώμα είναι μια τέτοια μηχανή; Χωρίς άλλο, λίγο του λείπει για να είναι μια τέτοια μηχανή.” (Λ.Β., Φιλοσοφικές Έρευνες, §359)
Η επιστήμη συχνά παρουσιάζει, εκλαϊκευμένα, το σώμα σαν μια “βιολογική μηχανή”, αλλά ακόμα και για μια τέτοια “μηχανή” δεν λέμε ότι έχει πόνους.
Διότι δεν έχει το σώμα μου πόνο στο κεφάλι του, αλλά εγώ έχω πονοκέφαλο στο κεφάλι μου.
“Όμως μια μηχανή δεν μπορεί βέβαια να σκέφτεται! ─ Αυτό είναι άραγε μια εμπειρική πρόταση;
Όχι.
Μόνο για τον άνθρωπο, και για ό,τι μοιάζει με αυτόν, μπορούμε να λέμε ότι σκέφτεται.
Το λέμε και για τις κούκλες, σίγουρα και για τα φαντάσματα.
Δες τη λέξη “σκέφτομαι” σαν εργαλείο.” (Φ.Ε., §360)
Τα κριτήρια για ν’ αποδώσουμε σκέψη σ’ ένα υποκείμενο, υπόκεινται στη συμπεριφορά που αυτό εκδηλώνει σε συγκεκριμένες συνθήκες.
Όμως κι οι υπολογιστές δεν συμπεριφέρονται κατάλληλα στις συνθήκες;
Δεν συμπεριφέρονται, δεν παράγουν στις οθόνες τους τα επιθυμητά αποτελέσματα των υπολογιστικών διαδικασιών που έχουν κάνει απαντώντας στις ερωτήσεις που τους θέσαμε;
Δεν λέμε “τώρα σκέφτεται” καθώς περιμένουμε να εμφανιστεί η απάντηση; Κάτι ανάλογο δεν λέμε και για το παλιό μας αυτοκίνητο:
“Α, έχει γίνει πολύ σπαστικό!”;
Ωστόσο, ένα κομπιούτερ δεν θα συμπεριφερόταν σαν ανθρώπινο πλάσμα ακόμα και στην περίπτωση που θα ήταν προγραμματισμένο με τέτοιο τρόπο, ώστε οι απαντήσεις του στις πληκτρολογημένες ερωτήσεις μας δεν θα είχαν καμιά διαφορά από τις απαντήσεις που θα δακτυλογραφούσε ένας άνθρωπος (βλ. το τεστ του Τιούρινγκ).
Διότι, για ν’ απαντηθεί μια ερώτηση, χρειάζονται πολλά περισσότερα ─όχι όμως προσθετικά περισσότερα─ από το να παράγεις τον κατάλληλο ήχο, ή να εμφανίσεις μια επιγραφή που θα λέει κάτι.
Η εμφάνιση της κατάλληλης απάντησης στην οθόνη είναι καρπός της συμπεριφοράς του προγραμματιστή που σχεδίασε το πρόγραμμα του κομπιούτερ και σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί μια μορφή ανθρώπινης συμπεριφοράς από τη μεριά του μηχανήματος.
Όπως ο αριθμός 3 δεν μπορεί στ’ αλήθεια να πρασινίσει από το κακό του, έτσι και το κομπιούτερ δεν μπορεί στ’ αλήθεια να εκπληρώσει τα κριτήρια συμπεριφοράς βάσει των οποίων λέμε, στη πραγματική ζωή, ότι ένα πλάσμα σκέφτεται.
Ναι, αλλά το κομπιούτερ δεν υπολογίζει;
Όχι με τον τρόπο που υπολογίζουμε εμείς.
Ο υπολογιστής δεν κατανοεί τα αποτελέσματα που παρουσιάζει, ούτε γνωρίζει τη σημασία των συμβόλων που εμφανίζει στην οθόνη, διότι δεν γνωρίζει ούτε καταλαβαίνει τίποτα.
Γι’ αυτό το λόγο τα πάντα είναι ίδια, ανεξαρτήτως αν είναι συνδεδεμένος με μια οθόνη που εμφανίζει σύμβολα, ή μ’ ένα κλαβιέ που παίζει νότες.
Αλλά τελοσπάντων, δεν κάνει υπολογισμούς μηχανικά;
Το κάνει μόνο με τον παράγωγο, από δεύτερο χέρι τρόπο, με τον οποίο το έκανε και μια αριθμομηχανή του 19ου αιώνα.
Όχι με τον τρόπο που το κάνει ένας άνθρωπος, ο οποίος μπορεί να λογαριάζει μηχανικά αλλά ταυτόχρονα μπορεί να υπολογίζει και στοχαστικά.
Αν μπορούσε πραγματικά το κομπιούτερ να σκέφτεται, τότε θα μπορούσε επίσης να συλλογίζεται, ν’ αναρωτιέται, να αναθεωρεί ─αλλά το ν’ αναθεωρεί κανείς μηχανικά, αυτό είναι κάτι το ανύπαρκτο.
Το να λέμε ότι κάποιος είναι απορροφημένος, προσηλωμένος στις σκέψεις του, έχει νόημα. Θα πρέπει να είναι ικανός να πράττει και στοχαστικά αλλά και ασυλλόγιστα, να σκέφτεται πριν πράξει αλλά και να πράττει πριν σκεφτεί.
Αν μπορεί κάποιος να σκέφτεται, τότε μπορεί να έχει άποψη, να είναι ισχυρογνώμονας, εύπιστος ή δύσπιστος, ανοιχτόμυαλος ή στενοκέφαλος, να έχει καλή ή χάλια κρίση, να είναι διστακτικός ή αποφασιστικός, έξυπνος, συνετός ή απερίσκεπτος και επιπόλαιος στις κρίσεις του.
Κι όλο αυτό το νήμα ικανοτήτων και διαθέσεων πρέπει με τη σειρά του να είναι τυλιγμένο σ’ ένα μεγαλύτερο κουβάρι.
Διότι όλες αυτές οι ιδιότητες μπορούν ν’ αποδοθούν μόνο σ’ ένα πλάσμα, που μπορεί να φανερώσει τέτοιου είδους ικανότητες στη συμπεριφορά, στην ομιλία, στην πράξη και στις αντιδράσεις του απέναντι στις συνθήκες της ζωής.
“Πόσο πολλά είναι όλα αυτά που πρέπει να κάνει ένας άνθρωπος για να μπορέσουμε να πούμε ότι σκέφτεται!” (Λ.Β., Σημειώσεις πάνω στη Φιλοσοφία της Ψυχολογίας, τ. Ι, §563)
Οι πνευματικές ικανότητες δεν είναι ανεξάρτητες από τις συναισθηματικές και τις βουλητικές ικανότητες, κι αυτές εδώ δεν μπορούν να διαχωριστούν από τις αντιληπτικές ικανότητες ή από τη δεκτικότητα στην ευχαρίστηση και τον πόνο.
Έχουμε εφεύρει τους υπολογιστές για να μας απαλλάξουν από τον κόπο της στενά υπολογιστικής διαδικασίας.
Αυτές οι μηχανές δεν είναι σκεπτόμενα όντα που σκέφτονται αντί για εμάς, αλλά εφευρέσεις που παράγουν αποτελέσματα υπολογισμών χωρίς κανείς ουσιαστικά να υπολογίζει ή να σκέφτεται.
Αυτό που δεν μας επιτρέπει να μιλάμε κυριολεκτικά για νοητικές ικανότητες των υπολογιστών, δεν είναι η έλλειψη ή η ανεπάρκεια υπολογιστικής ικανότητας.
Είναι το γεγονός ότι δεν έχει νόημα να αποδίδουμε βούληση ή πάθος, επιθυμία ή πόθο σ’ ένα μηχάνημα.
Αυτές είναι ιδιότητες των έμψυχων πλασμάτων, δηλαδή
· πλασμάτων που έχουν σώμα ─αλλά οι μηχανές δεν έχουν σώμα· πλασμάτων που δεν έχουν εγγενή σκοπό κι όμως υιοθετούν δικούς τους στόχους ─αλλά οι μηχανές δεν έχουν προαίρεση, ούτε άλλο στόχο από αυτό για τον οποίο έχουν κατασκευαστεί· πλασμάτων που, αντίθετα από τις μηχανές, θέτουν για τους εαυτούς τους αντικειμενικούς σκοπούς, έχουν προτιμήσεις, επιθυμίες κι αντιπάθειες, ευχαριστιούνται όταν πετυχαίνουν τους σκοπούς τους και στεναχωριούνται όταν αποτυχαίνουν.
Όλα αυτά είναι ικανότητες πλασμάτων που μπορούν να έχουν μια καλή μέρα, να ευημερήσουν ή να βαλτώσουν, να ευτυχήσουν.
Ενώ όμως οι συνθήκες μπορούν να επηρεάσουν τη λειτουργία ενός μηχανήματος, να είναι ευνοϊκές ή όχι γι’ αυτήν, δεν μπορούν να επηρεάσουν ούτε την ευημερία, ούτε τη διάθεση του, διότι τέτοιας λογής πράγματα δεν ισχύουν για τα μηχανήματα.
Ό,τι είναι άψυχο, δεν μπορεί να είναι καλά, ούτε να πράττει καλά.
Ό,τι είναι χωρίς ζωή, δεν μπορεί να ευτυχήσει.
Η σκέψη είναι φαινόμενο της ζωής.
Εκδηλώνεται σε μια απέραντη ποικιλία τρόπων συμπεριφοράς μέσα στη ζωή.
Οι μορφές σκέψης είναι εκφάνσεις μιας μορφής ζωής, μιας κουλτούρας, ενός πολιτισμού*.
Δεν χρειάζεται να φοβόμαστε ότι οι μηχανές θα σκέφτονται αντί για εμάς.
Μπορούμε όμως κάλλιστα να φοβόμαστε την πιθανότητα να μας οδηγήσουν στο σημείο να πάψουμε να σκεφτόμαστε από μόνοι μας.
Αυτό που στερούνται τα μηχανήματα δεν είναι η υπολογιστική ικανότητα.
Είναι η ζωϊκότητα.
Η επιθυμία και η δυστυχία, η ελπίδα κι η απογοήτευση, είναι οι ρίζες του σκέπτεσθαι και όχι του μηχανικού υπολογισμού.»
Π.Μ.Σ. Χάκερ, Βιτγκενστάιν.Περί της ανθρώπινης φύσης. (1997)
ελληνική έκδοση, «Ενάλιος», 2002
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου