Τη δύναμή σου την τρανή
Έρωτα, όποιος δε σε γνωρίζει
μάταια ελπίζει
να ιδεί τι μέγα κρύβουν οι ουρανοί.
Μακιαβέλι, τραγούδι στο θεατρικό έργο «Μανδραγόρας»
Τον Δεκέμβριο του 1513, ο Μακιαβέλι βρίσκεται εκτοπισμένος στο Σαν Κασιάνο της Ιταλίας, αφού φυλακίστηκε με την κατηγορία της συμμετοχής σε συνωμοσία εναντίον της ισχυρής οικογένειας των Μεδίκων. Περνάει τον καιρό του στην ύπαιθρο με χασομέρια, σχεδόν άπραγος, κυνηγώντας τσίχλες και παίζοντας χαρτιά σ’ ένα χάνι, παρέα με τους χωρικούς. Στα γραπτά αυτής της περιόδου φαίνεται καθαρά η απογοήτευση και η αγωνία του να τον καλέσουν «οι αφεντάδες» στην υπηρεσία τους, ας είναι και «για να κυλάει μια πέτρα». Ζει με την οικογένειά του στην επαρχία και δύσκολα τα φέρνει βόλτα. Την ίδια χρονιά, προαναγγέλλει τη συγγραφή του Ηγεμόνα και διατηρεί αλληλογραφία με κάποιους φίλους του, ανάμεσά τους και ο Φραγκίσκος Βεττόρι, που βρίσκεται επίσης εξόριστος. Οι συναναστροφές στην ιταλική επαρχία είναι πάντα μια ευκαιρία να στοχαστεί πάνω στις συνήθειες και τις συμπεριφορές των ανθρώπων. Σ” ένα γράμμα προς τον Φραγκίσκο Βεττόρι διαβάζουμε:
«Ύστερα, τραβάω από το δρόμο κατά το χάνι, μιλάω με τους περαστικούς, ρωτώ τα νέα από τον τόπο τους, μαθαίνω διάφορα και παρατηρώ τα χίλια γούστα και τις διαφορετικές φαντασίες των ανθρώπων»
Οι άνθρωποι μαλώνουν κυριολεκτικά για ένα φραγκοδίφραγκο, δηλαδή για το τίποτα: «Μόλις αποφάω, ξαναγυρίζω στο χάνι· εκεί είναι ο χανιτζής και συνήθως κι ένας χασάπης, ένας μυλωνάς και δυό φουρναραίοι. Μαζί με δαύτους βουτιέμαι όλη μέρα σε πράματα τιποτένια, παίζοντας κρίκα και τρικ-τρακ, ώσπου στο τέλος απ’ τα παιχνίδια γεννιούνται χίλιοι καυγάδες κι αμέτρητες βρισιές με λόγια βαριά· ένα φραγκοδίφραγκο παίζουμε τις πιο πολλές φορές κι οι φωνές μας ακούγονται μέχρι το Σαν Κασιάνο. Έτσι, βουτηγμένος μέσα σε τέτοιες ψείρες, δεν αφήνω το μυαλό μου να μουχλιάσει και χορταίνω την κακία της μοίρας μου, αφήνοντάς την μ’ όλη μου την καρδιά να με σέρνει σε τούτη τη στράτα, για να ιδώ μήπως και ντραπεί καμιά φορά.» (1)
Το ύφος της αλληλογραφίας είναι ανάλαφρο, κάποτε συνθηματικό και χιουμοριστικό, με πολλές προσωπικές αναφορές σε πραγματικά περιστατικά: «Όποιος θα ΄βλεπε τα γράμματά μας, τιμημένε μου σύντεκνε, θ’ απορούσε πολύ, γιατί τη μια φορά θα του φαινόταν πως είμαστε άνθρωποι σοβαροί, δοσμένοι ολάκερα σε πράγματα τρανά, που δεν μπορεί στα στήθια μας να ξεπηδήσει κάποια σκέψη χωρίς να ‘χει απάνω της ευπρέπεια και μεγαλοσύνη. Στερνά όμως, μόλις γύριζε φύλλο, θα του φαινόταν πως οι ίδιοι εμείς είμαστε επιπόλαιοι, άστατοι, λάγνοι και δοσμένοι σε πράγματα κούφια. Τούτος ο τρόπος να πορευόμαστε, αν φαίνεται σε κάποιους ντροπιαστικός, σε μένα φαίνεται αξιέπαινος, γιατί μιμούμαστε τη φύση που είναι άστατη· κι όποιος μιμείται τη φύση δεν μπορεί να κατηγορηθεί.» (1)
Για πολύν καιρό, ο ίδιος ο Μακιαβέλι διατηρούσε σχέσεις με την Μπάρμπερα, μια τραγουδίστρια και θεατρίνα ελευθερίων ηθών, που μνημονεύεται σε πολλές επιστολές του:
«Κι επειδή ξέρω πόσο σε τέρπουνε παρόμοιες σκέψεις, καθώς και η γνωριμιά με παρόμοιους τρόπους ζωής, στενοχωριέμαι που δε σ’ έχω εδώ για να γελάσεις, άλλοτε με τους στεναγμούς κι άλλοτε με τις χαρές μου· κι όλη τη χαρά που θα ‘παιρνες τώρα τη σηκώνει ο φίλος μου ο Δονάτος, που του λόγου του, μαζί με τη φιλενάδα που σού ‘λεγα την άλλη φορά, είναι τα μοναδικά λιμάνια και καταφύγια για το καράβι μου, που απ’ την ασταμάτητη τρικυμία ξέμεινε δίχως τιμόνι και πανιά. Κι ακόμα δεν έκλεισαν δυό βραδιές από τότε που μού ΄λαχε να πω κι εγώ, σαν το Φοίβο στη Δάφνη:
Παρακαλώ σε, στάσου Νύμφη του Πηνειού· εχθρός δεν είμαι
Νύμφη, στάσου· τ’ αρνί απ’ το λύκο κι απ’ το λιόντα τ’ αλάφι,
κι απ’ τον αητό με τρεμιστό φτερό τα περιστέρια,
Έτσι ξεφεύγουν, τ’ είν’ εχθροί τους.
Κι όπως το Φοίβο λίγο τον ωφελήσανε τούτοι οι στίχοι, έτσι και μένα τα ίδια λόγια καθόλου δεν πιάσανε σε κείνη που μου ‘φευγε.»
Η φύση είναι απρόβλεπτη, άστατη κι επιπόλαια· ο ερωτευμένος είναι ένας άνθρωπος παραδομένος στη φύση και τη δύναμη της· όποιος δεν ερωτεύτηκε στ’ αλήθεια «δεν ξέρει τι είναι ζήση αντάμα και θανή, πώς πέφτεις στο κακό και στο καλό το χάνεις / πως σου ξεσκίζουν την καρδιά / φόβος μαζί κι αποθυμιά / και πως μπορείς για κάποιον άλλο να πεθάνεις.» Σχετικά με την ηθική, ο Έρωτας παρουσιάζεται ως φυσικός, δηλαδή μάλλον ουδέτερος από ηθική άποψη: η φύση δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή, το περιεχόμενο ορίζεται από τους ανθρώπους. Με αφορμή τους έρωτες του Φραγκίσκου, γράφει ο Μακιαβέλι: «Στο δικό Σου γράμμα άλλο δεν έχω να Σου πω παρά ν’ ακολουθείς τον Έρωτα μ’ όλα τα χαλινάρια Σου λυτά, γιατί τη χαρά που παίρνεις σήμερα αύριο δε θα την έχεις· κι αν η υπόθεση είναι όπως μου τη γράφεις, πιότερο ζηλεύω Εσένα παρά το βασιλιά της Αγγλίας. Παρακαλώ Σε, ακολούθα το αστέρι Σου και μην αφήνεις ούτε γιώτα να σου ξεφύγει από τα πράγματα του κόσμου, γιατί πιστεύω, πίστευα και πάντα θα πιστεύω πως είναι αλήθεια αυτό που λέει ο Βοκκάκιος: ότι καλύτερα να κάνεις και να μετανιώνεις παρά να μην κάνεις και να μετανιώνεις.» (1)
Η μόνη επιλογή, αυτό τουλάχιστον συμβουλεύει ο Μ. στον ερωτευμένο Φραγκίσκο, είναι να καλοπιάσουμε τον Έρωτα, να δεχτούμε τα καπρίτσια και τα παιχνίδια του:
«Όσο για τον Έρωτά σου, σου θυμίζω πως απ’ τον έρωτα ξεσκίζονται όσοι πάνε να του ψαλιδίσουν τις φτερούγες ή να τον δέσουν όταν τους πέφτει στην αγκαλιά. Σε εκείνους, όντας παιδί και άστατος, βγάνει τα μάτια, τα συκώτια και την καρδιά. Μα όσοι, κάνουν μαζί του χαρές, και τον χαϊδεύουν, όταν τους έρχεται, τον αφήνουν να φύγει, όταν τους φεύγει, και τον καλοδέχονται όταν ξαναγυρίζει, αυτοί πάντα έχουν τιμές και καλοπιάσματα από δαύτον και θριαμβεύουνε κάτω απ’ τις προσταγές του. Για τούτο, καλέ μου σύντεκνε, μη δοκιμάσεις να βάλεις σε τάξη κάποιον που πετάει, ούτε και να ψαλιδίσεις κάποιον που για καθένα φτερό ξεπετάει χίλια· και τότε θα ευτυχείς.» (1)
Ο στοχαστής που αφιέρωσε τη ζωή του στη μελέτη των ανθρώπινων πραγμάτων παραδίδεται αμαχητί μπροστά στη μαγεία και τις προσταγές του Έρωτα· ακόμα κι αν ήθελε να ξεφύγει από τα δίχτυα του, είναι αμφίβολο αν θα το επέλεγε: «…Κι αν είναι τόσο δυνατές οι αλυσίδες που μου φόρεσε, ώστε ολότελα απελπίστηκα για τη λευτεριά μου κι ούτε μπορώ να σκεφτώ τρόπο για να λυθώ· κι αν όμως η μοίρα ή κάποια ανθρώπινη πονηριά μού ανοίξουνε κάποιο δρόμο για να φύγω, ίσως και να μην ήθελα, τόσο μού φαίνονται άλλοτε γλυκιές, άλλοτε ελαφριές κι άλλοτε βαρειές τούτες οι αλυσίδες, και φτιάνουν ένα τέτοιο αμάγαλμα, που κρίνω πως αν δε ζω έτσι, δεν μπορώ να ζω μ’ ευχαρίστηση στην καρδιά. »
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου