Διαβάστε όσα βίωσε ο Θοδωρής Αρβανίτης, από τους πρωτοπόρους της βιολογικής γεωργίας στον Μαραθώνα και της εκπαίδευσης σε οικολογικές συμπεριφορές και δραστηριότητες (οικοσχολείο), όταν η φωτιά, αλλά κυρίως η πλήρης απουσία οργάνωσης για να σβήσει – παραλίγο να κάψει όσα με κόπο “δημιουργεί” τόσα χρόνια.
Η μαρτυρία του είναι συγκλονιστική και δυστυχώς επιβεβαιώνει ην πλήρη ανοργανωσιά στην αντιμετώπιση των πυρκαγιών που φτάνει από πολλές περιοχές.
Μπορεί να πηγαίνει πυροσβεστικό να σβήσει φωτιά αλλά να μην έχει νερό;
Μπορεί όταν τελικά του δώσει ο Θοδωρής νερό (!), να φεύγει το πυροσβεστικό για άλλη περιοχή γιατί πήρε διαταγή για αλλού και να αφήνει το δάσος και το χτήμα να καεί; Μπορεί να πετάνε δεκάδες ελικόπτερα από πάνω από την εστία αλλά να μην διαθέτουν 2 λεπτά για να σβήσουν τη φωτιά που κάνει 4 ώρες για να προχωρήσει 800 μέτρα;
του Θοδωρή Αρβανίτη
Αποσπάσματα από το “χρονικό της φωτιάς”!
Θοδωρής Αρβανίτης, βιοκαλλιεργητής: Το χρονικό της φωτιάς στον Μαραθώνα...
Είχα ήδη απομακρύνει τα ζώα με αρκετή δυσκολία, διότι πρώτον ήτανε νύχτα και δεύτερον η φωτιά πλησίαζε.
Η φωτιά όμως βοήθησε και σε κάτι… έδινε αρκετό φως για να μπορώ να κινούμαι εύκολα. Τα ζώα τ’ αμόλυσα στα θερμοκήπια με τις καλλιέργειες εκεί ήτανε αρκετά ασφαλή. Αρχίσαν δε να τρώνε λαίμαργα,
ντομάτες,
πιπεριές
μελιτζάνες
κολοκυθάκια,
αγγουράκια, περισσότερο δε προτιμούσαν τα φασολάκια!
Πήρα πάλι το φορτηγό και έκανα ένα γύρω να δω πού βρίσκεται η φωτιά.
Έχει πλησιάσει ακόμα πιο κοντά.
Εκεί συνάντησα κι’ ένα γείτονα, που έβριζε τους πυρασβέστες, διότι δεν επιχειρούσαν, μου είπε δε ότι “αν είχα την καραμπίνα μαζί μου θα τους πυροβολούσα”.
Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι που συνάντησα κι’ εγώ δεν έδειχναν ιδιαίτερο ζήλο για την δουλειά τους.
Η ώρα ήτανε πλέον περασμένες 4 και εκεί που παρακολουθούσα την πορεία της φωτιάς που ήταν γύρω στα 300 μέτρα δεξιά μου και έκαιγε το κτήμα από το οποίο είχαν αποχωρήσει πριν από λίγη ώρα οι Πακιστανοί εργάτες γης καραβανικά, βλέπω στα 200 περίπου μέτρα αριστερά μου μια νέα μικρή εστία φωτιάς με διάμετρο γύρω στα 10 μέτρα μέσα σε μια καλαμιά.
Παραξενεύτηκα προς στιγμήν βλέποντας αυτή τη νέα εστία 500 μέτρα μακριά από την κυρίως φωτιά!
Πως έγινε αυτό… αναρωτήθηκα!
Γρήγορα απέκλεισα την περίπτωση εμπρησμού.
Έπρεπε όμως να δώσω απάντηση στο φαινόμενο.
Και η απάντηση που έδωσα ήταν η εξής, την οποία ακόμα πιστεύω ακράδαντα μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου.
Χωρίς να έχω σοβαρές γνώσεις χημείας ή φυσικής πιστεύω ότι η φωτιά προκλήθηκε από κάποια κάφτρα προερχόμενη φυσικά από την κυρίως φωτιά.
Έτσι άρχισα να παρατηρώ προσεχτικά τον ουρανό πάνω από τη φωτιά, και είδα ότι κάποιες κάφτρες, σε συνδυασμό με τον άνεμο που πρέπει να ήταν γύρω στα 4 μποφόρ και κατά διαστήματα μεγαλύτερος παρέσερνε πάρα πολλές αρκετά μακριά.
Άλλες έσβηναν στα 50 μέτρα, άλλες στα 100 και άλλες ακόμα πιο μακριά.
Εκ των πραγμάτων αποδεικνύεται ότι κάποια απ’ αυτές ταξίδεψε μέχρι και 500 περίπου μέτρα, είχε αρκετή ενέργεια, έπεσε και σε πρόσφορο έδαφος, στην συγκεκριμένη περίπτωση στην καλαμιά που είναι πολύ εύφλεκτη, κι έτσι δημιούργησε μια νέα εστία. Δεν μπορούσα βέβαια μόνος μου να σβήσω τη νέα εστία ούτε και με απασχολούσε εκείνη τη στιγμή. Το πρόβλημα μου ήταν η μεγάλη φωτιά που σε λίγο θα έφτανε στο κτήμα και σκεπτόμουν τι έπρεπε να κάνω για να μην καεί όπως του γείτονα.
Είμαι σίγουρος, όμως, ότι αν ήταν εκεί 3 με 4 άτομα, με κλάρες, θα την έσβηναν για πλάκα την μικρή καινούργια εστία. Η μικρή εστία αυτή μετά από 2 ώρες μεγάλωσε και επέφερε μεγάλη καταστροφή.
Γύρισα πάλι στο κτήμα και πάρκαρα το φορτηγό με μούρη έτοιμη για φευγιό, αν έβρισκα τα σκούρα.
Κοίταξα την ώρα, είχε φτάσει 5.
Χάρηκα λίγο διότι σε μια ώρα και κάτι θα ξημέρωνε και ίσως ερχόταν κάποιο ελικόπτερο.
Η φωτιά όμως ήτανε δεν ήτανε στα 50 μέτρα!
Τα μέσα που είχα ήτανε μόνο μια βρύση, που μου έδινε γύρω στα 4 με 5 κυβικά την ώρα.
Το λάστιχο όμως, προς μεγάλη μου απογοήτευση, ήτανε πολύ κοντό, δεν έφτανε στην άκρη του κτήματος, εκεί που θα έμπαινε η φωτιά.
Για καλή μου τύχη, στα 20 μέτρα από την άκρη υπήρχαν 2 μπανιέρες μεγάλες γεμάτες νερό, από τουλάχιστον 200 λίτρα η κάθε μια.
Από τις μπανιέρες αυτές πίνανε νερό τα ζώα. Βρήκα και ένα κουβά, αλλά δεν είχα πιστέψει στην αποτελεσματικότητά τους.
Πλήρης εγκατάλειψη… για διάφορους λόγους.
Κάποτε το κτήμα το είχα πιο οργανωμένο, διότι την δεκαετία του ’90 είχαν περάσει από κοντά φωτιές, αλλά τότε οι εγκαταστάσεις δεν είχαν φτάσει στα ρέματα.
Θυμάμαι ακόμα, ότι σε μια φωτιά παλιά που ήρθε κάτω από την λίμνη, είχαμε έτοιμα τα κανόνια και ειδικές πυρασβεστικές μάνικες που θα πετούσαν το νερό πάνω από 30 μέτρα.
Όταν όμως έφτασε κοντά η φωτιά, έγινε μπλακ αουτ κι έτσι πήγε άδικα όλη η προετοιμασία, μείναμε με τις μάνικες στα χέρια.
Είχα μείνει με την ιδέα ότι αφού κοβεται το ρεύμα μόλις έρθει η φωτιά είναι άσκοπο να κάνεις μια τέτοια προετοιμασία.
Όμως τώρα, ω του θαύματος, ενώ καιγόντουσαν τα πάντα γύρω, μέχρι την άλλη μέρα το μεσημέρι, το ρεύμα έπεσε στις 3 το απόγευμα!
Η μόνη και σίγουρη λύση είναι η γεννήτρια πετρελαίου.
Είχα αγοράσει μια μεγάλη γεννήτρια 30 KWA πριν 5 χρόνια με δανεικά λεφτά, 5 χιλιάρικα.
Αλλά μετά από ένα χρόνο, και χωρίς να την έχω χρησιμοποιήσει την πούλησα για χρέη σ’ ένα φίλο, και του ‘κοψα και 1.000 ευρά. Ο φίλος αυτός είχε ένα σπίτι στο Μάτι.
Όταν έγινε το μεγάλο κακό εκεί, τον πήρα στο τηλέφωνο να τον ρωτήσω τι έγινε.
Σωθήκαμε, μου λέει… και εμείς και το σπίτι, η γεννήτρια που μας πούλησες μας έσωσε!
Προνοητικός ο φίλος!
Η μαρτυρία του είναι συγκλονιστική και δυστυχώς επιβεβαιώνει ην πλήρη ανοργανωσιά στην αντιμετώπιση των πυρκαγιών που φτάνει από πολλές περιοχές.
Μπορεί να πηγαίνει πυροσβεστικό να σβήσει φωτιά αλλά να μην έχει νερό;
Μπορεί όταν τελικά του δώσει ο Θοδωρής νερό (!), να φεύγει το πυροσβεστικό για άλλη περιοχή γιατί πήρε διαταγή για αλλού και να αφήνει το δάσος και το χτήμα να καεί; Μπορεί να πετάνε δεκάδες ελικόπτερα από πάνω από την εστία αλλά να μην διαθέτουν 2 λεπτά για να σβήσουν τη φωτιά που κάνει 4 ώρες για να προχωρήσει 800 μέτρα;
του Θοδωρή Αρβανίτη
Αποσπάσματα από το “χρονικό της φωτιάς”!
Θοδωρής Αρβανίτης, βιοκαλλιεργητής: Το χρονικό της φωτιάς στον Μαραθώνα...
Είχα ήδη απομακρύνει τα ζώα με αρκετή δυσκολία, διότι πρώτον ήτανε νύχτα και δεύτερον η φωτιά πλησίαζε.
Η φωτιά όμως βοήθησε και σε κάτι… έδινε αρκετό φως για να μπορώ να κινούμαι εύκολα. Τα ζώα τ’ αμόλυσα στα θερμοκήπια με τις καλλιέργειες εκεί ήτανε αρκετά ασφαλή. Αρχίσαν δε να τρώνε λαίμαργα,
ντομάτες,
πιπεριές
μελιτζάνες
κολοκυθάκια,
αγγουράκια, περισσότερο δε προτιμούσαν τα φασολάκια!
Πήρα πάλι το φορτηγό και έκανα ένα γύρω να δω πού βρίσκεται η φωτιά.
Έχει πλησιάσει ακόμα πιο κοντά.
Εκεί συνάντησα κι’ ένα γείτονα, που έβριζε τους πυρασβέστες, διότι δεν επιχειρούσαν, μου είπε δε ότι “αν είχα την καραμπίνα μαζί μου θα τους πυροβολούσα”.
Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι που συνάντησα κι’ εγώ δεν έδειχναν ιδιαίτερο ζήλο για την δουλειά τους.
Η ώρα ήτανε πλέον περασμένες 4 και εκεί που παρακολουθούσα την πορεία της φωτιάς που ήταν γύρω στα 300 μέτρα δεξιά μου και έκαιγε το κτήμα από το οποίο είχαν αποχωρήσει πριν από λίγη ώρα οι Πακιστανοί εργάτες γης καραβανικά, βλέπω στα 200 περίπου μέτρα αριστερά μου μια νέα μικρή εστία φωτιάς με διάμετρο γύρω στα 10 μέτρα μέσα σε μια καλαμιά.
Παραξενεύτηκα προς στιγμήν βλέποντας αυτή τη νέα εστία 500 μέτρα μακριά από την κυρίως φωτιά!
Πως έγινε αυτό… αναρωτήθηκα!
Γρήγορα απέκλεισα την περίπτωση εμπρησμού.
Έπρεπε όμως να δώσω απάντηση στο φαινόμενο.
Και η απάντηση που έδωσα ήταν η εξής, την οποία ακόμα πιστεύω ακράδαντα μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου.
Χωρίς να έχω σοβαρές γνώσεις χημείας ή φυσικής πιστεύω ότι η φωτιά προκλήθηκε από κάποια κάφτρα προερχόμενη φυσικά από την κυρίως φωτιά.
Έτσι άρχισα να παρατηρώ προσεχτικά τον ουρανό πάνω από τη φωτιά, και είδα ότι κάποιες κάφτρες, σε συνδυασμό με τον άνεμο που πρέπει να ήταν γύρω στα 4 μποφόρ και κατά διαστήματα μεγαλύτερος παρέσερνε πάρα πολλές αρκετά μακριά.
Άλλες έσβηναν στα 50 μέτρα, άλλες στα 100 και άλλες ακόμα πιο μακριά.
Εκ των πραγμάτων αποδεικνύεται ότι κάποια απ’ αυτές ταξίδεψε μέχρι και 500 περίπου μέτρα, είχε αρκετή ενέργεια, έπεσε και σε πρόσφορο έδαφος, στην συγκεκριμένη περίπτωση στην καλαμιά που είναι πολύ εύφλεκτη, κι έτσι δημιούργησε μια νέα εστία. Δεν μπορούσα βέβαια μόνος μου να σβήσω τη νέα εστία ούτε και με απασχολούσε εκείνη τη στιγμή. Το πρόβλημα μου ήταν η μεγάλη φωτιά που σε λίγο θα έφτανε στο κτήμα και σκεπτόμουν τι έπρεπε να κάνω για να μην καεί όπως του γείτονα.
Είμαι σίγουρος, όμως, ότι αν ήταν εκεί 3 με 4 άτομα, με κλάρες, θα την έσβηναν για πλάκα την μικρή καινούργια εστία. Η μικρή εστία αυτή μετά από 2 ώρες μεγάλωσε και επέφερε μεγάλη καταστροφή.
Γύρισα πάλι στο κτήμα και πάρκαρα το φορτηγό με μούρη έτοιμη για φευγιό, αν έβρισκα τα σκούρα.
Κοίταξα την ώρα, είχε φτάσει 5.
Χάρηκα λίγο διότι σε μια ώρα και κάτι θα ξημέρωνε και ίσως ερχόταν κάποιο ελικόπτερο.
Η φωτιά όμως ήτανε δεν ήτανε στα 50 μέτρα!
Τα μέσα που είχα ήτανε μόνο μια βρύση, που μου έδινε γύρω στα 4 με 5 κυβικά την ώρα.
Το λάστιχο όμως, προς μεγάλη μου απογοήτευση, ήτανε πολύ κοντό, δεν έφτανε στην άκρη του κτήματος, εκεί που θα έμπαινε η φωτιά.
Για καλή μου τύχη, στα 20 μέτρα από την άκρη υπήρχαν 2 μπανιέρες μεγάλες γεμάτες νερό, από τουλάχιστον 200 λίτρα η κάθε μια.
Από τις μπανιέρες αυτές πίνανε νερό τα ζώα. Βρήκα και ένα κουβά, αλλά δεν είχα πιστέψει στην αποτελεσματικότητά τους.
Πλήρης εγκατάλειψη… για διάφορους λόγους.
Κάποτε το κτήμα το είχα πιο οργανωμένο, διότι την δεκαετία του ’90 είχαν περάσει από κοντά φωτιές, αλλά τότε οι εγκαταστάσεις δεν είχαν φτάσει στα ρέματα.
Θυμάμαι ακόμα, ότι σε μια φωτιά παλιά που ήρθε κάτω από την λίμνη, είχαμε έτοιμα τα κανόνια και ειδικές πυρασβεστικές μάνικες που θα πετούσαν το νερό πάνω από 30 μέτρα.
Όταν όμως έφτασε κοντά η φωτιά, έγινε μπλακ αουτ κι έτσι πήγε άδικα όλη η προετοιμασία, μείναμε με τις μάνικες στα χέρια.
Είχα μείνει με την ιδέα ότι αφού κοβεται το ρεύμα μόλις έρθει η φωτιά είναι άσκοπο να κάνεις μια τέτοια προετοιμασία.
Όμως τώρα, ω του θαύματος, ενώ καιγόντουσαν τα πάντα γύρω, μέχρι την άλλη μέρα το μεσημέρι, το ρεύμα έπεσε στις 3 το απόγευμα!
Η μόνη και σίγουρη λύση είναι η γεννήτρια πετρελαίου.
Είχα αγοράσει μια μεγάλη γεννήτρια 30 KWA πριν 5 χρόνια με δανεικά λεφτά, 5 χιλιάρικα.
Αλλά μετά από ένα χρόνο, και χωρίς να την έχω χρησιμοποιήσει την πούλησα για χρέη σ’ ένα φίλο, και του ‘κοψα και 1.000 ευρά. Ο φίλος αυτός είχε ένα σπίτι στο Μάτι.
Όταν έγινε το μεγάλο κακό εκεί, τον πήρα στο τηλέφωνο να τον ρωτήσω τι έγινε.
Σωθήκαμε, μου λέει… και εμείς και το σπίτι, η γεννήτρια που μας πούλησες μας έσωσε!
Προνοητικός ο φίλος!
Εκείνες τις μέρες όσοι πούλαγαν γεννήτριες… ξεπούλησαν!
Πήρα τηλέφωνο σχεδόν παντού, και το μόνο που έβρισκα ήτανε κάτι Κινέζικες, 7 ΚWA και γύρω στο χιλιάρικο, μονοφασικές και βενζίνες!
Η φωτιά πλησίαζε κι εγώ το μόνο που έκανα ήτανε να καταβρέχω -όσο έφτανε το λάστιχο- ν’ ανάβω το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο, από την αγωνία μου, και να κοιτάζω συνέχεια την ώρα, που δεν πέρναγε με τίποτα.
Λίγα μέτρα απόμεναν ακόμη μέχρι που να μπει η φωτιά στις εγκαταστάσεις.
Με κενά μνήμης θυμάμαι ότι η δύναμη της φωτιάς λιγόστευε διότι τέλειωναν τα πεύκα και άρχιζαν οι βελανιδιές και τα πρίνια.
Η χαμηλή ξερή βλάστηση όμως ήτανε ικανή να φέρει την φωτιά μέσα.
Ήμουνα σε απόσταση 20 περίπου μέτρα μακριά και παρακολουθούσα αμήχανα την φωτιά που άρχιζε να καίει το πρώτο ποιμνιοστάσιο, το οποίο ήτανε με νάυλον απ’ έξω και όρθιες παλέτες από μέσα, και η οροφή με διπλό νάυλον -σάντουιτς, με χοντρό μονωτικό- για να έχουν τα ζώα δροσιά το καλοκαίρι και ζέστη το χειμώνα.
Δεν μου είχε ξανατύχει… και δεν ήξερα πώς ν’ αντιδράσω.
Νόμιζα πως είχα ν’ αντιμετωπίσω τον μεγαλύτερο εχθρό που ο συσχετισμός δύναμης ήταν υπέρ του!
Δεν είχα ακόμη αποφασίσει να χρησιμοποιήσω τα πενιχρά μέσα που διέθετα, και μια σκέψη μου πέρασε από το μυαλό, εύκολη στην πράξη.
Βγάζω το κινητό και τραβάω ένα μικρό βίντεο την φωτιά, η οποία έκαιγε σταθερά αλλά αργά.
Τον νάυλον, παρ’ ότι η βασική του ύλη είναι το πετρέλαιο, είναι βραδύφλεγο.
Πιο πολύ, πιο γρήγορα, και με μεγάλη φλόγα καιγόντανε οι ξύλινες παλέτες.
Αφού τράβηξα το βίντεο το έκανα κατ’ ευθείαν ανάρτηση στο προφίλ μου, και δημόσια, γράφοντας “αυτό ήτανε” και “πάρτε την πυρασβεστική”, δίνοντας και την τοποθεσία όπου βρίσκομαι.
Η επόμενη σκέψη απελπισίας που έκανα ήταν να πάρω ο ίδιος την πυρασβεστική και, ω του θαύματος, το σήκωσαν αμέσως!
Τότε χρησιμοποίησα όχι μόνο όσο μυαλό μού είχε απομείνει αλλά και όλη την υποκριτική μου δεινότητα.
Εμφαντικά, λέω στον τηλεφωνητή…
Πήρα τηλέφωνο σχεδόν παντού, και το μόνο που έβρισκα ήτανε κάτι Κινέζικες, 7 ΚWA και γύρω στο χιλιάρικο, μονοφασικές και βενζίνες!
Η φωτιά πλησίαζε κι εγώ το μόνο που έκανα ήτανε να καταβρέχω -όσο έφτανε το λάστιχο- ν’ ανάβω το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο, από την αγωνία μου, και να κοιτάζω συνέχεια την ώρα, που δεν πέρναγε με τίποτα.
Λίγα μέτρα απόμεναν ακόμη μέχρι που να μπει η φωτιά στις εγκαταστάσεις.
Με κενά μνήμης θυμάμαι ότι η δύναμη της φωτιάς λιγόστευε διότι τέλειωναν τα πεύκα και άρχιζαν οι βελανιδιές και τα πρίνια.
Η χαμηλή ξερή βλάστηση όμως ήτανε ικανή να φέρει την φωτιά μέσα.
Ήμουνα σε απόσταση 20 περίπου μέτρα μακριά και παρακολουθούσα αμήχανα την φωτιά που άρχιζε να καίει το πρώτο ποιμνιοστάσιο, το οποίο ήτανε με νάυλον απ’ έξω και όρθιες παλέτες από μέσα, και η οροφή με διπλό νάυλον -σάντουιτς, με χοντρό μονωτικό- για να έχουν τα ζώα δροσιά το καλοκαίρι και ζέστη το χειμώνα.
Δεν μου είχε ξανατύχει… και δεν ήξερα πώς ν’ αντιδράσω.
Νόμιζα πως είχα ν’ αντιμετωπίσω τον μεγαλύτερο εχθρό που ο συσχετισμός δύναμης ήταν υπέρ του!
Δεν είχα ακόμη αποφασίσει να χρησιμοποιήσω τα πενιχρά μέσα που διέθετα, και μια σκέψη μου πέρασε από το μυαλό, εύκολη στην πράξη.
Βγάζω το κινητό και τραβάω ένα μικρό βίντεο την φωτιά, η οποία έκαιγε σταθερά αλλά αργά.
Τον νάυλον, παρ’ ότι η βασική του ύλη είναι το πετρέλαιο, είναι βραδύφλεγο.
Πιο πολύ, πιο γρήγορα, και με μεγάλη φλόγα καιγόντανε οι ξύλινες παλέτες.
Αφού τράβηξα το βίντεο το έκανα κατ’ ευθείαν ανάρτηση στο προφίλ μου, και δημόσια, γράφοντας “αυτό ήτανε” και “πάρτε την πυρασβεστική”, δίνοντας και την τοποθεσία όπου βρίσκομαι.
Η επόμενη σκέψη απελπισίας που έκανα ήταν να πάρω ο ίδιος την πυρασβεστική και, ω του θαύματος, το σήκωσαν αμέσως!
Τότε χρησιμοποίησα όχι μόνο όσο μυαλό μού είχε απομείνει αλλά και όλη την υποκριτική μου δεινότητα.
Εμφαντικά, λέω στον τηλεφωνητή…
καίγονται τα ζώα…
στείλτε γρήγορα ένα πυρασβεστικό, δίνοντας και την τοποθεσία.
Ούρλιαξα, χωρίς όμως να ‘χω και την αυταπάτη ότι θα έρθουν, παρ’ όλο που μου το υποσχέθηκε.
Έτσι κι αλλιώς ο απελπισμένος έχει το δικαίωμα να κάνει ό,τι θέλει.
Έβαλα το τηλέφωνο στην κωλότσεπη και άκουγα τα μηνύματα που πέφτανε βροχή, παρ’ όλο που η ώρα ήτανε δεν ήτανε 5 και μισή.
Πολλοί-ές ξενυχτούσαν ή είχανε ήδη ξυπνήσει. Κάποια στιγμή, θες από περιέργεια θες από ανάγκη να επικοινωνήσω με κάποιον, έβγαλα το τηλέφωνο να δω τι μου γράφουν.
Είχαν έρθει δεκάδες μηνύματα και σχεδόν όλα ήτανε… σήκω φύγε… θα καείς… η ζωή προέχει… και άστα να καούνε… θα τα ξαναφτιάξεις… και άλλα τέτοια αποτρεπτικά.
Δεν έδωσα καμιά σημασία, όχι διότι ήθελα να καώ, αλλά διότι την διαφυγή μου την είχα σιγουρέψει.
Δεν ήθελα όμως να φύγω αμαχητί!
Είχα στο μεταξύ συνειδητοποιήσει ότι μπορούσα να πλησιάσω την φωτιά χωρίς να καώ και ότι μπορούσα ν’ αναπνέω σχετικά εύκολα.
Έτσι βούτηξα τον κουβά με το νερό και με μανία αλλά και περιέργεια, πλησιάζω και… πλατς… ρίχνω τον πρώτο με δύναμη, αλλά και μαεστρία.
Χαμός!
Έσβησαν τα πρώτα 3 μέτρα!
Με λιγότερο από 10 κουβάδες την είχα σβήσει σχεδόν όλη!
Το σβήσιμο της οροφής με δυσκόλεψε διότι ήταν 5 μέτρα ψηλά.
Δεν με φόβησε όμως διότι καιγόταν αργά.
Πιο πολύ με ανησυχούσε η έξω φωτιά που άρχισε να καίει δεξιά και αριστερά.
Εκεί δεν μπορούσα να κάνω τίποτα.
Εκεί χρειάζονταν μεγάλη μάνικα με πίεση -που δεν υπήρχε- ή πυρασβεστικό όχημα.
Για τα ελικόπτερα ήταν ακόμη νύχτα.
Χαλάρωσα, αρκετά ικανοποιημένος από το ανεπάντεχο αποτέλεσμα, πίστευα όμως πως είναι προσωρινό.
Έπρεπε πάση θυσία να έρθει η πυρασβεστική.
Αλλά και να έρθει, πού να με βρει εδώ που είμαι;
Μ’ αυτήν την σκέψη και ότι έχω χρόνο μέχρι την αναζωπύρωση της φωτιάς, πήρα το φορτηγό και βγήκα στον κεντρικό χωματόδρομο για να πάω μέχρι την άσφαλτο μήπως και συναντήσω κανέναν.
Και το θαύμα έγινε:
Δεν είχα πάει 300 μέτρα από το χτήμα και βλέπω μπροστά μου αχνά ένα όχημα της πυρασβεστικής με μούρη προς την άσφαλτο.
Έφευγε!
Ανάβω τα φώτα και γκαζώνω κορνάροντας.
Σταματάει και κατεβαίνει κάτω ένας πυρασβέστης και έρχεται προς τα μένα.
Εκεί παθαίνω την πλάκα μου μ’ αυτό που συνέβη -συγκινούμαι ακόμα και τώρα που το γράφω, μια βδομάδα μετά!
Ακούω τον πυρασβέστη να με φωνάζει με το μικρό μου, ρωτώντας με πού είναι η φωτιά.
Νύχτα ήτανε ακόμα, ορατότης μηδέν που θα έλεγε και ο Φώσκολος… πού καιρός για συστάσεις… και ερωτήσεις του στυλ ποιος είσαι και πού με ξέρεις… ακολούθα, του λέω, και κάνω στροφή 180 μοιρών.
Το ίδιο έκαναν κι αυτοί και σε μηδέν χρόνο τους οδήγησα στο επίμαχο σημείο.
Τους άφησα 100 μέτρα περίπου από την εστία -δεν μπορούσαν να πάνε πιο κοντά- και ώσπου να βγάλουν τα λάστιχα και να τα συνδέσουν εγώ είχα ρίξει μερικούς κουβάδες ακόμα διότι είχε αρχίσει η αναζωπύρωση.
Τραβήξανε τα παιδιά τα λάστιχα… βοήθησα κι εγώ -δεν φοβόμουνα τίποτα πλέον!
Ο πυροσβέστης ήτανε φίλος του “Οικοσχολείου”, είχαμε συναντηθεί, μου είπε, 2 ή τρεις φορές και είχαμε κουβεντιάσει για τη Βιολογική Γεωργία στο παρελθόν, σε άσχετο τρόπο και χρόνο.
Παρ’ όλο που ήταν αλήθεια αυτά που μου είπε, δεν θυμάμαι τίποτα.
Τη σκέψη ότι το Αλστχάιμερ προχωράει… θα την θυμάμαι όμως!
Ο πυροσβέστης και φίλος του “Οικοσχολείου”, με τον συνάδελφο του κατέσβησαν την περιοχή γύρω από τις εγκαταστάσεις που ακόμα καιγόταν.
Τον λένε Φάνη.
Είναι από τους λίγους, όπως και σε κάθε χώρο που σώζουν την χαμένη τιμή του επαγγέλματός τους!
Ένας αφανής ήρωας!
Το φβ έκανε το θαύμα του.
Πάντα πίστευα, και ακόμα τώρα περισσότερο, πως είναι το εργαλείο του φτωχού και του αδύναμου – αρκεί να χρησιμοποιείται σωστά.
Είχε σχεδόν ξημερώσει, ο Φάνης έφυγε αφού μου έδωσε το τηλέφωνό του.
Πάμε να ξεκουραστούμε, μου λέει, λίγες ώρες, διότι κοντεύουμε να κλείσουμε 24ωρο στο πόδι.
Τα ελικόπτερα αρχίσανε να πετάνε και παντού υπήρχαν μέτωπα φωτιάς.
Δύο απ’ αυτές ερχόντανε απειλητικά πάλι προς το κτήμα.
Καινούργια μάχη άρχιζε, αυτή όμως θα δινόταν ημέρα.
Δυνάμει θα παίρνανε μέρος ελικόπτερα, και πυρασβεστικά οχήματα.
Είχαν δε καταφέρει να έρθουν κρυφά και δύο εργαζόμενοι του κτήματος, παρά τον αποκλεισμό της περιοχής από την αστυνομία, περπατώντας με τα πόδια από τα χωράφια.
Ούρλιαξα, χωρίς όμως να ‘χω και την αυταπάτη ότι θα έρθουν, παρ’ όλο που μου το υποσχέθηκε.
Έτσι κι αλλιώς ο απελπισμένος έχει το δικαίωμα να κάνει ό,τι θέλει.
Έβαλα το τηλέφωνο στην κωλότσεπη και άκουγα τα μηνύματα που πέφτανε βροχή, παρ’ όλο που η ώρα ήτανε δεν ήτανε 5 και μισή.
Πολλοί-ές ξενυχτούσαν ή είχανε ήδη ξυπνήσει. Κάποια στιγμή, θες από περιέργεια θες από ανάγκη να επικοινωνήσω με κάποιον, έβγαλα το τηλέφωνο να δω τι μου γράφουν.
Είχαν έρθει δεκάδες μηνύματα και σχεδόν όλα ήτανε… σήκω φύγε… θα καείς… η ζωή προέχει… και άστα να καούνε… θα τα ξαναφτιάξεις… και άλλα τέτοια αποτρεπτικά.
Δεν έδωσα καμιά σημασία, όχι διότι ήθελα να καώ, αλλά διότι την διαφυγή μου την είχα σιγουρέψει.
Δεν ήθελα όμως να φύγω αμαχητί!
Είχα στο μεταξύ συνειδητοποιήσει ότι μπορούσα να πλησιάσω την φωτιά χωρίς να καώ και ότι μπορούσα ν’ αναπνέω σχετικά εύκολα.
Έτσι βούτηξα τον κουβά με το νερό και με μανία αλλά και περιέργεια, πλησιάζω και… πλατς… ρίχνω τον πρώτο με δύναμη, αλλά και μαεστρία.
Χαμός!
Έσβησαν τα πρώτα 3 μέτρα!
Με λιγότερο από 10 κουβάδες την είχα σβήσει σχεδόν όλη!
Το σβήσιμο της οροφής με δυσκόλεψε διότι ήταν 5 μέτρα ψηλά.
Δεν με φόβησε όμως διότι καιγόταν αργά.
Πιο πολύ με ανησυχούσε η έξω φωτιά που άρχισε να καίει δεξιά και αριστερά.
Εκεί δεν μπορούσα να κάνω τίποτα.
Εκεί χρειάζονταν μεγάλη μάνικα με πίεση -που δεν υπήρχε- ή πυρασβεστικό όχημα.
Για τα ελικόπτερα ήταν ακόμη νύχτα.
Χαλάρωσα, αρκετά ικανοποιημένος από το ανεπάντεχο αποτέλεσμα, πίστευα όμως πως είναι προσωρινό.
Έπρεπε πάση θυσία να έρθει η πυρασβεστική.
Αλλά και να έρθει, πού να με βρει εδώ που είμαι;
Μ’ αυτήν την σκέψη και ότι έχω χρόνο μέχρι την αναζωπύρωση της φωτιάς, πήρα το φορτηγό και βγήκα στον κεντρικό χωματόδρομο για να πάω μέχρι την άσφαλτο μήπως και συναντήσω κανέναν.
Και το θαύμα έγινε:
Δεν είχα πάει 300 μέτρα από το χτήμα και βλέπω μπροστά μου αχνά ένα όχημα της πυρασβεστικής με μούρη προς την άσφαλτο.
Έφευγε!
Ανάβω τα φώτα και γκαζώνω κορνάροντας.
Σταματάει και κατεβαίνει κάτω ένας πυρασβέστης και έρχεται προς τα μένα.
Εκεί παθαίνω την πλάκα μου μ’ αυτό που συνέβη -συγκινούμαι ακόμα και τώρα που το γράφω, μια βδομάδα μετά!
Ακούω τον πυρασβέστη να με φωνάζει με το μικρό μου, ρωτώντας με πού είναι η φωτιά.
Νύχτα ήτανε ακόμα, ορατότης μηδέν που θα έλεγε και ο Φώσκολος… πού καιρός για συστάσεις… και ερωτήσεις του στυλ ποιος είσαι και πού με ξέρεις… ακολούθα, του λέω, και κάνω στροφή 180 μοιρών.
Το ίδιο έκαναν κι αυτοί και σε μηδέν χρόνο τους οδήγησα στο επίμαχο σημείο.
Τους άφησα 100 μέτρα περίπου από την εστία -δεν μπορούσαν να πάνε πιο κοντά- και ώσπου να βγάλουν τα λάστιχα και να τα συνδέσουν εγώ είχα ρίξει μερικούς κουβάδες ακόμα διότι είχε αρχίσει η αναζωπύρωση.
Τραβήξανε τα παιδιά τα λάστιχα… βοήθησα κι εγώ -δεν φοβόμουνα τίποτα πλέον!
Ο πυροσβέστης ήτανε φίλος του “Οικοσχολείου”, είχαμε συναντηθεί, μου είπε, 2 ή τρεις φορές και είχαμε κουβεντιάσει για τη Βιολογική Γεωργία στο παρελθόν, σε άσχετο τρόπο και χρόνο.
Παρ’ όλο που ήταν αλήθεια αυτά που μου είπε, δεν θυμάμαι τίποτα.
Τη σκέψη ότι το Αλστχάιμερ προχωράει… θα την θυμάμαι όμως!
Ο πυροσβέστης και φίλος του “Οικοσχολείου”, με τον συνάδελφο του κατέσβησαν την περιοχή γύρω από τις εγκαταστάσεις που ακόμα καιγόταν.
Τον λένε Φάνη.
Είναι από τους λίγους, όπως και σε κάθε χώρο που σώζουν την χαμένη τιμή του επαγγέλματός τους!
Ένας αφανής ήρωας!
Το φβ έκανε το θαύμα του.
Πάντα πίστευα, και ακόμα τώρα περισσότερο, πως είναι το εργαλείο του φτωχού και του αδύναμου – αρκεί να χρησιμοποιείται σωστά.
Είχε σχεδόν ξημερώσει, ο Φάνης έφυγε αφού μου έδωσε το τηλέφωνό του.
Πάμε να ξεκουραστούμε, μου λέει, λίγες ώρες, διότι κοντεύουμε να κλείσουμε 24ωρο στο πόδι.
Τα ελικόπτερα αρχίσανε να πετάνε και παντού υπήρχαν μέτωπα φωτιάς.
Δύο απ’ αυτές ερχόντανε απειλητικά πάλι προς το κτήμα.
Καινούργια μάχη άρχιζε, αυτή όμως θα δινόταν ημέρα.
Δυνάμει θα παίρνανε μέρος ελικόπτερα, και πυρασβεστικά οχήματα.
Είχαν δε καταφέρει να έρθουν κρυφά και δύο εργαζόμενοι του κτήματος, παρά τον αποκλεισμό της περιοχής από την αστυνομία, περπατώντας με τα πόδια από τα χωράφια.
Ποια θα ήταν όμως η κατάληξη;
Είχε χαράξει για τα καλά και τα ελικόπτερα πέρναγαν ένα πίσω απ’ τ’ άλλο, πήγαιναν προς την Πάρνηθα άδειαζαν και ξανά στην λίμνη του Μαραθώνα που απέχει πάνω από 800 μέτρα από το κτήμα να γεμίσουν.
Όπου και να κοίταζες είχε φωτιά.
Είχε χαράξει για τα καλά και τα ελικόπτερα πέρναγαν ένα πίσω απ’ τ’ άλλο, πήγαιναν προς την Πάρνηθα άδειαζαν και ξανά στην λίμνη του Μαραθώνα που απέχει πάνω από 800 μέτρα από το κτήμα να γεμίσουν.
Όπου και να κοίταζες είχε φωτιά.
Η δε κάπνα … σαν συννεφιασμένος ουρανός που είναι έτοιμος να βρέξει!
Η φωτιά είχε μπει στους διαδρόμους που αφήνουμε ανάμεσα στα χωράφια που καλλιεργούμε και έκαιγε αργά και σταθερά ό,τι έβρισκε μπροστά της: ξερά χόρτα, θάμνους, ακόμα και τα λάστιχα άρδευσης -χοντρά και ψιλά.
Έστειλα τα δυο παιδιά να σβήσουνε όσα μπορούσαν.
Η μάχη όμως ήτανε άνιση.
Εγώ ζούσα ακόμα την ικανοποίηση που σώθηκε το κυρίως κτήμα με τις εγκαταστάσεις, υποτιμώντας τις υπόλοιπες ζημιές οι οποίες ήτανε πλέον σε εξέλιξη.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, κοιτάζω αριστερά και προς τα πάνω, μια μεγάλη φωτιά να κατεβαίνει από το ρέμα του Τσακίρη… αργά αλλά σταθερά.
Όπου συναντούσε πεύκα γίνονταν ο κακός χαμός, όπου είχε πλατάνια πήγαινε πιο αργά.
Σε λίγο σκάει μύτη και ένα πυρασβεστικό όχημα.
Όλα καλά, σκέφτηκα, τώρα θα πάει να την σβήσει!
Αλλά αυτοί αντί να πάνε να σβήσουν τη φωτιά, καθόντανε και την κοιτούσανε σχεδόν αδιάφορα, λες και δεν ήτανε η δουλειά τους και είχανε έρθει για κάτι άλλο.
Τα δε ελικόπτερα που περνούσαν ακριβώς πάνω από την φλόγα, αντί να ρίξουνε μια-δυο ριπές και να την σβήσουμε… την προσπερνούσανε και πηγαίνανε αλλού!
Η φωτιά κατέβαινε σιγά-σιγά το ρέμα κι εγώ και οι πυρασβέστες την κοιτάγαμε σαν Νέρωνες!
Εγώ στην αρχή δεν είπα τίποτα, έτρεφα δε και κάποια συμπάθεια λόγω του Φάνη, παρ’ όλο που την προηγούμενη μέρα είχα ακούσει πολλά αρνητικά για την πυροσβεστική τους συμπεριφορά.
Κάποια στιγμή, και ενώ η φωτιά πλησίαζε το δασωμένο, με ζώσανε τα φίδια.
Διότι πιο κάτω είχε πολλά πεύκα και δεξιά και αριστερά ξεκίναγαν τα θερμοκήπιά μας.
Αν η φωτιά πέρναγε τα θερμοκήπια με ό,τι αυτό συνεπάγεται, μετά ξεκίναγε το μεγάλο δάσος και… άντε πιάστηνε.
Φοράτος πάω στον οδηγό του πυρασβεστικού να του ζητήσω εξηγήσεις γιατί δεν επιχειρεί και να τον προτρέψω να το κάνει, προτείνοντας και την λύση.
Δηλαδή να πάει από την από κάτω μεριά, που τελειώνει το δασωμένο ρέμα, εκεί που τελειώνουν και τα πεύκα και έχει μόνο λίγα πλατάνια, και με δυο μάνικες θα την έσβηνε πριν μπει στο μεγάλο δάσος.
Αυτός όμως αντί να κάνει αυτό που του πρότεινα, μπήκε μέσα στο όργωμα για να φτάσει πίσω από την φωτιά, σημείο όπου δεν υπήρχε σε καμία των περιπτώσεων να καταφέρει κάτι.
Πήγε κάπου 50 μέτρα μέσα στο οργωμένο χωράφι και σταμάτησε και κοίταζε με τον συνάδελφό του τη φωτιά, η οποία είχε πάρει απίστευτες διαστάσεις.
Τότε αποφάσισαν τα ελικόπτερα να ξεκινήσουν την κατάσβεση.
Ήταν όμως αργά.
Άδειαζαν, πήγαιναν στη λίμνη και ξαναγέμιζαν και σε δυο με τρία λεπτά ήτανε πάλι εκεί.
Έτσι, αντί να έριχναν μισό βυτίο όταν η φωτιά ήταν πιο πάνω που είχε μόνο πλατάνια και να τελειώσει εκεί η ιστορία, έριξαν όταν μπήκε στο δασωμένο πάνω από 20 και δεν έκαναν τίποτα.
Τώρα, γιατί προτίμησαν αυτή την στρατηγική … μόνο αυτοί ξέρουν!
Στο μεταξύ ο οδηγός του πυροσβεστικού είχε βγει από το όργωμα, κι εγώ πίστεψα ότι κατάλαβε πως αυτό που πήγε να κάνει ήταν τελείως άστοχο και ότι θ’ ακολουθούσε την συμβουλή την δική μου.
Αλλά αυτός στην κοσμάρα του… όχι μόνο δεν προχώρησε προς τα κει που του είπα να επιχειρήσει, αλλά άραξε και το όχημα στο δρόμο κανονικά.
Η φωτιά είχε μπει στους διαδρόμους που αφήνουμε ανάμεσα στα χωράφια που καλλιεργούμε και έκαιγε αργά και σταθερά ό,τι έβρισκε μπροστά της: ξερά χόρτα, θάμνους, ακόμα και τα λάστιχα άρδευσης -χοντρά και ψιλά.
Έστειλα τα δυο παιδιά να σβήσουνε όσα μπορούσαν.
Η μάχη όμως ήτανε άνιση.
Εγώ ζούσα ακόμα την ικανοποίηση που σώθηκε το κυρίως κτήμα με τις εγκαταστάσεις, υποτιμώντας τις υπόλοιπες ζημιές οι οποίες ήτανε πλέον σε εξέλιξη.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, κοιτάζω αριστερά και προς τα πάνω, μια μεγάλη φωτιά να κατεβαίνει από το ρέμα του Τσακίρη… αργά αλλά σταθερά.
Όπου συναντούσε πεύκα γίνονταν ο κακός χαμός, όπου είχε πλατάνια πήγαινε πιο αργά.
Σε λίγο σκάει μύτη και ένα πυρασβεστικό όχημα.
Όλα καλά, σκέφτηκα, τώρα θα πάει να την σβήσει!
Αλλά αυτοί αντί να πάνε να σβήσουν τη φωτιά, καθόντανε και την κοιτούσανε σχεδόν αδιάφορα, λες και δεν ήτανε η δουλειά τους και είχανε έρθει για κάτι άλλο.
Τα δε ελικόπτερα που περνούσαν ακριβώς πάνω από την φλόγα, αντί να ρίξουνε μια-δυο ριπές και να την σβήσουμε… την προσπερνούσανε και πηγαίνανε αλλού!
Η φωτιά κατέβαινε σιγά-σιγά το ρέμα κι εγώ και οι πυρασβέστες την κοιτάγαμε σαν Νέρωνες!
Εγώ στην αρχή δεν είπα τίποτα, έτρεφα δε και κάποια συμπάθεια λόγω του Φάνη, παρ’ όλο που την προηγούμενη μέρα είχα ακούσει πολλά αρνητικά για την πυροσβεστική τους συμπεριφορά.
Κάποια στιγμή, και ενώ η φωτιά πλησίαζε το δασωμένο, με ζώσανε τα φίδια.
Διότι πιο κάτω είχε πολλά πεύκα και δεξιά και αριστερά ξεκίναγαν τα θερμοκήπιά μας.
Αν η φωτιά πέρναγε τα θερμοκήπια με ό,τι αυτό συνεπάγεται, μετά ξεκίναγε το μεγάλο δάσος και… άντε πιάστηνε.
Φοράτος πάω στον οδηγό του πυρασβεστικού να του ζητήσω εξηγήσεις γιατί δεν επιχειρεί και να τον προτρέψω να το κάνει, προτείνοντας και την λύση.
Δηλαδή να πάει από την από κάτω μεριά, που τελειώνει το δασωμένο ρέμα, εκεί που τελειώνουν και τα πεύκα και έχει μόνο λίγα πλατάνια, και με δυο μάνικες θα την έσβηνε πριν μπει στο μεγάλο δάσος.
Αυτός όμως αντί να κάνει αυτό που του πρότεινα, μπήκε μέσα στο όργωμα για να φτάσει πίσω από την φωτιά, σημείο όπου δεν υπήρχε σε καμία των περιπτώσεων να καταφέρει κάτι.
Πήγε κάπου 50 μέτρα μέσα στο οργωμένο χωράφι και σταμάτησε και κοίταζε με τον συνάδελφό του τη φωτιά, η οποία είχε πάρει απίστευτες διαστάσεις.
Τότε αποφάσισαν τα ελικόπτερα να ξεκινήσουν την κατάσβεση.
Ήταν όμως αργά.
Άδειαζαν, πήγαιναν στη λίμνη και ξαναγέμιζαν και σε δυο με τρία λεπτά ήτανε πάλι εκεί.
Έτσι, αντί να έριχναν μισό βυτίο όταν η φωτιά ήταν πιο πάνω που είχε μόνο πλατάνια και να τελειώσει εκεί η ιστορία, έριξαν όταν μπήκε στο δασωμένο πάνω από 20 και δεν έκαναν τίποτα.
Τώρα, γιατί προτίμησαν αυτή την στρατηγική … μόνο αυτοί ξέρουν!
Στο μεταξύ ο οδηγός του πυροσβεστικού είχε βγει από το όργωμα, κι εγώ πίστεψα ότι κατάλαβε πως αυτό που πήγε να κάνει ήταν τελείως άστοχο και ότι θ’ ακολουθούσε την συμβουλή την δική μου.
Αλλά αυτός στην κοσμάρα του… όχι μόνο δεν προχώρησε προς τα κει που του είπα να επιχειρήσει, αλλά άραξε και το όχημα στο δρόμο κανονικά.
Στην επίμονη και αυστηρή ερώτηση που έκανα, γιατί δεν πάει να σβήσει…
η απάντησή του με άφησε άφωνο:
Δεν έχω νερό, μου λέει, το όχημα είναι άδειο!
Συνήλθα γρήγορα από το σοκ που είχα πάθει και του λέω:
η απάντησή του με άφησε άφωνο:
Δεν έχω νερό, μου λέει, το όχημα είναι άδειο!
Συνήλθα γρήγορα από το σοκ που είχα πάθει και του λέω:
Άνοιξε την καταπακτή και σε 5 το πολύ 10 λεπτά σ’ έχω φουλάρει!
Πράγματι, σε ριπή οφθαλμού τραβήξαμε δυο λάστιχα τα οποία έδιναν πάνω από 10 κυβικά νερό το καθένα την ώρα, και γεμίσαμε το όχημα, μέχρι που το νερό είχε ξεχυλίσει και έτρεχε στο δρόμο από την καταπακτή.
Αντέστε τώρα, τους λέω, φύγετε γρήγορα να σβήσετε… προλαβαίνουμε, σίγουρος ότι θα πήγαιναν.
Εκεί έπαθα το δεύτερο σοκ:
Αντί να πάει προς τα κάτω που ήτανε η φωτιά, έκανε μανούβρα επί τόπου να φύγει!
Μπαίνω μπροστά στο όχημα και τον σταματάω.
Ο διάλογος που ακολούθησε ήταν… δεν μπορώ να βρω τη λέξη να τον περιγράψω:
– Πυροσβέστης: Άκου φίλε εγώ δεν παίρνω διαταγές από ιδιώτες!
– Εγώ: Και από πού παίρνεις;
– Πυροσβέστης: Από ανωτέρους μου!
– Εγώ: Αυτοί σε στείλανε εδώ;
– Πυροσβέστης: Ναι, αυτοί!
– Εγώ: και τι σου είπανε ρε οι ανώτεροι σου;
Να πας στον Αρβανίτη να σε γεμίσει νερό και μετά πάρε με να σου πω πού θα πας να σβήσεις;
– Πυροσβέστης:
Όχι ακριβώς… αλλά τώρα πήρα άλλη εντολή και πρέπει να φύγω!
Η τελευταία του απάντηση εμπεριείχε και φόβο… για λύπηση ήτανε περισσότερο… παρά για κλωτσιές.
Κράτησα την ψυχραιμία μου και έκανα στην άκρη και τους άφησα να πάνε στο διάολο τα ψοφίμια.
Πήρα δε και τηλέφωνο τον Φάνη!
Η απάντησή του ήταν λακωνικότατη:
Τι να σου πω ρε Θόδωρα;
Έχει και μαλάκες!!!
Περιττό να περιγράψω την συνέχεια.
Παρά την προσπάθεια των παιδιών του κτήματος να σταματήσουν τη φωτιά στο στενό με το δικό μας νερό και να περισώσουν ό,τι μπορούν, η φωτιά ξέφυγε!
Τ’ αποτελέσματα ολέθρια!
Κάηκαν τα κτήματα άλλων πέντε παραγωγών, χιλιάδες στρέμματα δάσους!
Η φωτιά αυτή το απόγιομα γύρισε προς τον Άγιο Στέφανο ανεξέλεγκτη, έκαψε δε και αρκετά σπίτια!
Τα δύο ήταν δίπλα στο δρόμο, στις στροφές, στην κατηφόρα πριν φτάσουμε στο κτήμα.
Οι ιδιοκτήτες τους, από το φόβο τους εξαιτίας της απόφασης της κυβέρνησης για εγκατάλειψη, είχαν φύγει.
Το ένα κάηκε επειδή δεν βρέθηκε όχι ένα πυροσβεστικό, αλλά κάποιος να ρίξει ένα κουβά νερό.
Πολλά σπίτια κάηκαν… για ένα κουβά νερό!
Θα καταθέσω την άποψή μου μετά λόγου γνώσης και υπευθυνότητας.
Εξάλλου δεν είναι μόνο δική μου. Είναι η άποψη σχεδόν όλων όσων έζησαν αυτή την εμπειρία από κοντά.
Η φωτιά αυτή είτε ήταν εμπρησμός είτε σπινθήρας από κολόνα της ΔΕΗ, ήταν η πιο ακίνδυνη φωτιά όχι μόνο για τους ανθρώπους αλλά και για τα ζώα.
Ήταν η φωτιά των 2 Μποφόρ, που πήγαινε τόσο αργά που δεν κινδύνευε κανείς να εγκλωβιστεί.
Στην περίπτωση τη δικιά μας, που είχε και περισσότερο αέρα, για να διανύσει 800 μέτρα έκανε πάνω από 4 ώρες!
Τα μέσα που υπήρχανε στην περιοχή δεν ήτανε και λίγα. Οι άνθρωποι που τα διαχειριζόντανε ήτανε “λίγοι”!
Από τους πάνω μέχρι και τους κάτω!
Και 5.000 να προσλάβουνε από δαύτους, πάλι το αποτέλεσμα το ίδιο θα ήτανε.
Πεταμένα λεφτά. Χωρίς σχέδιο, χωρίς γνώση, χωρίς επιστασία, χωρίς έλεγχο, χωρίς όρεξη και όραμα δεν γίνεται τίποτα!
Τους από πάνω το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν το λιγότερο πολιτικό κόστος, τους δε από κάτω… το εύκολο μεροκάματο.
Και δεν τα λέω από θυμό, επειδή πάθαμε σαν κτήμα μερικές δεκάδες χιλιάδες ευρώ ζημιά, σε περίοδο κρίσης.
Τα λέω διότι είμαι πεπεισμένος ότι η σαπίλα είναι διάχυτη παντού.
Σε όλα τα επαγγέλματα, τάξεις και κοινωνικά στρώματα.
Και δεν φτάνουν οι μικρές μειοψηφίες των αφανών Φάνηδων για να σώσουν τη χαμένη πλέον τιμή των συναδέλφων τους που είναι η πλειοψηφία.
ΑΥΤΟΟΡΓΑΝΩΣΗ ΠΑΝΤΟΥ, το λέω για όσους-ες πιστέψανε ότι ο ρόλος του κράτους είναι να υπερασπιστεί το βιος μας!!!…
Ευχαριστώ από καρδιάς τους εκατοντάδες φίλους-ες για την στήριξή τους!
Να με συγχωρέσουν όσοι και όσες δεν μπόρεσα να σηκώσω το τηλέφωνο!
Το ΣΚ πήγα στη Βόρεια Εύβοια.
Στην διαδήλωση μίλησα με αρκετούς καμένους!
Τα ίδια και χειρότερα μου είπανε για την πυροσβεστική!
Πράγματι, σε ριπή οφθαλμού τραβήξαμε δυο λάστιχα τα οποία έδιναν πάνω από 10 κυβικά νερό το καθένα την ώρα, και γεμίσαμε το όχημα, μέχρι που το νερό είχε ξεχυλίσει και έτρεχε στο δρόμο από την καταπακτή.
Αντέστε τώρα, τους λέω, φύγετε γρήγορα να σβήσετε… προλαβαίνουμε, σίγουρος ότι θα πήγαιναν.
Εκεί έπαθα το δεύτερο σοκ:
Αντί να πάει προς τα κάτω που ήτανε η φωτιά, έκανε μανούβρα επί τόπου να φύγει!
Μπαίνω μπροστά στο όχημα και τον σταματάω.
Ο διάλογος που ακολούθησε ήταν… δεν μπορώ να βρω τη λέξη να τον περιγράψω:
– Πυροσβέστης: Άκου φίλε εγώ δεν παίρνω διαταγές από ιδιώτες!
– Εγώ: Και από πού παίρνεις;
– Πυροσβέστης: Από ανωτέρους μου!
– Εγώ: Αυτοί σε στείλανε εδώ;
– Πυροσβέστης: Ναι, αυτοί!
– Εγώ: και τι σου είπανε ρε οι ανώτεροι σου;
Να πας στον Αρβανίτη να σε γεμίσει νερό και μετά πάρε με να σου πω πού θα πας να σβήσεις;
– Πυροσβέστης:
Όχι ακριβώς… αλλά τώρα πήρα άλλη εντολή και πρέπει να φύγω!
Η τελευταία του απάντηση εμπεριείχε και φόβο… για λύπηση ήτανε περισσότερο… παρά για κλωτσιές.
Κράτησα την ψυχραιμία μου και έκανα στην άκρη και τους άφησα να πάνε στο διάολο τα ψοφίμια.
Πήρα δε και τηλέφωνο τον Φάνη!
Η απάντησή του ήταν λακωνικότατη:
Τι να σου πω ρε Θόδωρα;
Έχει και μαλάκες!!!
Περιττό να περιγράψω την συνέχεια.
Παρά την προσπάθεια των παιδιών του κτήματος να σταματήσουν τη φωτιά στο στενό με το δικό μας νερό και να περισώσουν ό,τι μπορούν, η φωτιά ξέφυγε!
Τ’ αποτελέσματα ολέθρια!
Κάηκαν τα κτήματα άλλων πέντε παραγωγών, χιλιάδες στρέμματα δάσους!
Η φωτιά αυτή το απόγιομα γύρισε προς τον Άγιο Στέφανο ανεξέλεγκτη, έκαψε δε και αρκετά σπίτια!
Τα δύο ήταν δίπλα στο δρόμο, στις στροφές, στην κατηφόρα πριν φτάσουμε στο κτήμα.
Οι ιδιοκτήτες τους, από το φόβο τους εξαιτίας της απόφασης της κυβέρνησης για εγκατάλειψη, είχαν φύγει.
Το ένα κάηκε επειδή δεν βρέθηκε όχι ένα πυροσβεστικό, αλλά κάποιος να ρίξει ένα κουβά νερό.
Πολλά σπίτια κάηκαν… για ένα κουβά νερό!
Θα καταθέσω την άποψή μου μετά λόγου γνώσης και υπευθυνότητας.
Εξάλλου δεν είναι μόνο δική μου. Είναι η άποψη σχεδόν όλων όσων έζησαν αυτή την εμπειρία από κοντά.
Η φωτιά αυτή είτε ήταν εμπρησμός είτε σπινθήρας από κολόνα της ΔΕΗ, ήταν η πιο ακίνδυνη φωτιά όχι μόνο για τους ανθρώπους αλλά και για τα ζώα.
Ήταν η φωτιά των 2 Μποφόρ, που πήγαινε τόσο αργά που δεν κινδύνευε κανείς να εγκλωβιστεί.
Στην περίπτωση τη δικιά μας, που είχε και περισσότερο αέρα, για να διανύσει 800 μέτρα έκανε πάνω από 4 ώρες!
Τα μέσα που υπήρχανε στην περιοχή δεν ήτανε και λίγα. Οι άνθρωποι που τα διαχειριζόντανε ήτανε “λίγοι”!
Από τους πάνω μέχρι και τους κάτω!
Και 5.000 να προσλάβουνε από δαύτους, πάλι το αποτέλεσμα το ίδιο θα ήτανε.
Πεταμένα λεφτά. Χωρίς σχέδιο, χωρίς γνώση, χωρίς επιστασία, χωρίς έλεγχο, χωρίς όρεξη και όραμα δεν γίνεται τίποτα!
Τους από πάνω το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν το λιγότερο πολιτικό κόστος, τους δε από κάτω… το εύκολο μεροκάματο.
Και δεν τα λέω από θυμό, επειδή πάθαμε σαν κτήμα μερικές δεκάδες χιλιάδες ευρώ ζημιά, σε περίοδο κρίσης.
Τα λέω διότι είμαι πεπεισμένος ότι η σαπίλα είναι διάχυτη παντού.
Σε όλα τα επαγγέλματα, τάξεις και κοινωνικά στρώματα.
Και δεν φτάνουν οι μικρές μειοψηφίες των αφανών Φάνηδων για να σώσουν τη χαμένη πλέον τιμή των συναδέλφων τους που είναι η πλειοψηφία.
ΑΥΤΟΟΡΓΑΝΩΣΗ ΠΑΝΤΟΥ, το λέω για όσους-ες πιστέψανε ότι ο ρόλος του κράτους είναι να υπερασπιστεί το βιος μας!!!…
Ευχαριστώ από καρδιάς τους εκατοντάδες φίλους-ες για την στήριξή τους!
Να με συγχωρέσουν όσοι και όσες δεν μπόρεσα να σηκώσω το τηλέφωνο!
Το ΣΚ πήγα στη Βόρεια Εύβοια.
Στην διαδήλωση μίλησα με αρκετούς καμένους!
Τα ίδια και χειρότερα μου είπανε για την πυροσβεστική!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου