Ευγενία Σαρηγιαννίδη
«Επειδή λοιπόν είμαστε θνητοί με κάποιον τρόπο, κάθε μέρα μας φέρνει μια χαρά και αυτή η χαρά είναι πιο έντονη, όταν πρόκειται να χαθεί.»
Ζαν Πιερ Βερνάνν
«Είναι ανόητος όποιος λέει ότι φοβάται τον θάνατο όχι επειδή θα υποφέρει όταν έρθει ο θάνατος, αλλά επειδή υποφέρει στη σκέψη ότι θα έρθει. Εκείνο που δεν φέρνει ταραχή όταν είναι παρόν, άδικα προξενεί πόνο όταν αναμένεται».
Επίκουρος, Ἐπιστολὴ πρὸς Μενοικέα, 12
Ο δυτικός πληθυσμός μοιάζει να υπεισέρχεται σε μια «ψυχολογία γήρατος».
Θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε ποιοι συνήθως μιλούν περισσότερο για ασθένειες, τρέχουν συνέχεια στο γιατρό, φοβούνται μην πεθάνουν, προσέχουν τα μικρόβια, περιορίζουν τις μετακινήσεις τους, μένουν σπίτι κλπ.;
Οι υπερήλικες και οι πολύ άρρωστοι – και με το δίκιο τους θα έλεγε κανείς.
Κύριο γνώρισμά τους;
Ο φόβος!
Φοβούνται τα πάντα, κινδυνεύουν από τα πάντα.
Ποια είναι η προοπτική ζωής των υπερήλικων και των πολύ αρρώστων;
Θα λέγαμε θάνατος «μυρίζει» γύρω τους.
Ας φανταστούμε έναν πληθυσμό που αποτελείται μόνον από ετοιμοθάνατους.
Τι μπορεί κανείς να περιμένει από έναν τέτοιο πληθυσμό, πέραν από το να γεμίσουν τα νεκροταφεία; Αντιδράσεις;
Επαναστάσεις;
Διεκδικήσεις; Ανατροπές;
Θα σημειώναμε πως η βιολογική ηλικία πολλών ανθρώπων σήμερα – και ιδιαζόντως των ηλικιακά νεότερων – δεν συνάδει με την ψυχοδιανοητική τους ηλικία.
Η φοβία του θανάτου είναι συνδεδεμένη με την κενότητα της καθημερινής ζωής.
Κάθε φορά που ένα άτομο κατακλύζεται από έμμονες ιδέες γύρω από το θάνατο θα πρέπει πρωτίστως να αναζητήσουμε την ύπαρξη αισθήματος πληρότητας από τη ζωή που ζει. Νιώθει δημιουργικό;
Νιώθει αγαπητό;
Νιώθει πως η ζωή του είναι πλήρης και μεστή νοήματος;
Αντλεί ικανοποίηση από τον καθημερινό του βίο;
Διαθέτει έναν ζωτικό χώρο μέσα στον οποίο αλληλεπιδρά με σημαντικά γι’ αυτό πρόσωπα; Ο φόβος του θανάτου ταλανίζει συχνά τα άτομα που η «ζωή τους λείπει».
Ως σύμπτωμα η φοβία γύρω από το θάνατο αφενός συγκαλύπτει και ταυτόχρονα καταδεικνύει την νοσούσα ζωτικότητα του ατόμου, αφετέρου καλύπτει το κενό που αφήνει η απουσία ικανοποίησης και ευχαρίστησης από τη ζωή, με έμμονες ιδέες γύρω από το θάνατο.
Γνωρίζουμε πως σε σοβαρές καταθλιπτικές διαταραχές που το άτομο βιώνει με απόλυτο τρόπο το αίσθημα της ανηδονίας, ακόμα και στις βασικές σωματικές του λειτουργίες, πολλές φορές ο τρόπος για να «αισθανθεί ζωντανό» είναι να προκαλέσει πόνο στον εαυτό του, π.χ. μέσω αυτοτραυματισμών· και αυτός ο πόνος του παρέχει μια νοσηρή ευχαρίστηση: πονάω άρα νιώθω, συνεπώς είμαι ζωντανός.
Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε λοιπόν πως κάθε φορά που το άτομο φαντασιώνει το θάνατο του και υποφέρει με αυτή την φαντασίωση (ιδίως όταν καθίσταται έμμονη ιδέα), επιστρέφει στη ζωή ακολουθώντας την ανάποδη πορεία.
Σκέφτεται πως ο λόγος που φοβάται το θάνατο είναι γιατί επιθυμεί τη ζωή.
Ως εκ τούτου μέσα από ένα παιχνίδι ψυχοδιανοητικής ομφαλοσκόπησης «αυτοτραυματίζεται» ψυχικά, υποφέρει, άρα υπάρχει και το αποδεικνύει στον εαυτό του μέσα από το τρίπτυχο Φόβος – Άγχος – Επιθυμία: Το άτομο επιθυμεί τη ζωή, αλλά αισθάνεται άγχος και φόβο να βγει «έξω και μπροστά», να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες και τις προκλήσεις της.
Νιώθει ανήμπορο να ανταπεξέλθει σε μια καθημερινότητα που φαντάζει απειλητική και τον ωθεί σε έναν αγώνα καθημερινής επιβίωσης από τον οποίο θα προτιμούσε να απέχει ή να γλυτώσει.
Ως άτομο λοιπόν πολιουρκούμενο, που διαβιεί σε συνθήκες διακινδύνευσης και διαρκούς τρομοκρατίας, επιλέγει συχνά ως στάση ζωής την ψυχική αναισθησία και την παραίτηση. Επιλέγει να καταστείλει κάθε συναισθηματική ένταση, κάθε κριτική σκέψη ή γνωστική εμβάθυνση που μπορεί να ταρακουνήσει τα λιμνάζοντα νερά του ψυχισμού και του πνεύματός του.
Θα ήταν εύλογο βέβαια να αναρωτηθεί κανείς τι συμβάλλει καθοριστικά στην καλλιέργεια της επιρρέπειας στην «ψυχολογία γήρατος».
Μήπως όσο περισσότερα τραυματικά γεγονότα, όσο περισσότερους πολέμους, φυσικές καταστροφές ή σοβαρές ασθένειες έχει ζήσει ένας άνθρωπος, τόσο πιο πιθανό είναι να εκδηλώσει φοβία θανάτου;
Αυτή η λογικοφανής υπόθεση δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται από την ψυχική πραγματικότητα των ατόμων.
Αντίθετα, αυτό που παρατηρείται είναι πως η γενικευμένη «ψυχολογία γήρατος» συναντάται περισσότερο σε άτομα που δεν έχουν βιώσει πραγματικά απειλές, δυσκολίες ή ρεαλιστικούς κινδύνους, αλλά περισσότερο τις καλλιεργούν φαντασιακά μέσα σε ένα γενικό κλίμα τρομοκρατίας που «μιλάμε γι’ αυτό που φοβόμαστε, χωρίς απαραίτητα να το έχουμε συναντήσει».
Όπως έχει καταδείξει η άσκηση κλινικού έργου, οι φοβίες γύρω από το θάνατο και οι συνοδές φοβίες γύρω από την ασθένεια ή τα ατυχήματα ή τις διάφορες κοινωνιοπολιτικές ή φυσικές καταστάσεις που ενδεχομένως οδηγούν στο θάνατο είναι πιο έντονες όσο περισσότερο αποκομμένες είναι από την φυσική εμπειρία του ατόμου και όχι το αντίθετο. Θα λέγαμε ότι αυτό που φοβίζει περισσότερο τα άτομα είναι η ιδέα του θανάτου, παρά ο ίδιος ο θάνατος, η ιδέα της ασθένειας και όχι η ίδια η ασθένεια κ.ο.κ.
Μάλιστα, όταν τα άτομα έρχονται αντιμέτωπα με πραγματικές δυσκολίες που πλήττουν την σωματική τους ακεραιότητα επιδεικνύουν πολύ μεγαλύτερη ψυχραιμία και ψυχικό σθένος, από εκείνην που πίστευαν ότι θα έχουν ή έδειχναν όταν φαντασιώνονταν ή σκέφτονταν το θάνατό τους.[1]
Ήδη προ της περιόδου της πανδημίας παρατηρούσαμε μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα «νέκρας», αδιαφορίας, αδράνειας, παραίτησης και παθητικότητας, δηλαδή τη συμβολική απονέκρωση σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο, που θα μπορούσε να παραλληλιστεί με την πορεία προς το θάνατο του σύγχρονου δυτικού ανθρώπου: Στην περίπτωση του βιολογικού θανάτου (ιδίως αν αυτός δεν έρχεται αιφνίδια) παρατηρείται η τάση για απομόνωση, η έκπτωση των λειτουργιών, ένα διάχυτο καταθλιπτικό συναίσθημα, η έλλειψη διάθεσης δημιουργίας, η αδιαφορία για το μέλλον και ένα αίσθημα μοναξιάς.
Την εν λόγω ψυχοκοινωνική κατάσταση την παρατηρούμε σήμερα όλο και πιο συχνά σε υγιή άτομα όλων των ηλικιών.
Μέσα σε αυτήν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα η πανδημία του κορωνοϊού και η ιδεολογικοπολιτική της διαχείριση έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη διεύρυνση της «ψυχολογίας του γήρατος» σε ακόμα μεγαλύτερες ομάδες πληθυσμού και παράλληλα αποτέλεσε την ιδανική ευκαιρία εκπαίδευσης και διαπαιδαγώγησης του νέου homo σε νέες νοοτροπίες, τρόπους ζωής, ήθη και έθιμα.
Ειδικότερα, με το πρόσχημα να μην πεθάνουν από κορωνοϊό οι άνθρωποι αποδέχτηκαν ως φυσιολογικό οτιδήποτε μη ανθρώπινο (να μην αγκαλιάζονται, να μην βρίσκονται, να μην αγγίζονται, να κρατούν αποστάσεις κλπ.).
Εφόσον αυτό άρχισε να εγκαθιδρύεται ως νοοτροπία στις συνειδήσεις τους και νοηματοδοτήθηκε ως αυτονόητη στάση απαραίτητη για την αυτοσυντήρηση, ως είδος κινηθήκαμε εχθρικά προς την ανθρώπινη φύση (την κοινωνική) που είναι προϋπόθεση της επιβίωσης τους είδους.
Εκκινείται έτσι ένας αυτοκαταστροφικός κύκλος: Στην προσπάθεια να βγει το άτομο από την πορεία καταστροφής βυθίζεται όλο και πιο βαθιά σε αυτήν, όπως ακριβώς οι κινήσεις σε κινούμενη άμμο: Για να μην αρρωστήσουμε και πεθάνουμε ας κλειστούμε μέσα, ας φοράμε μάσκες, ας εμβολιαστούμε υποχρεωτικά, αναγκαστικά, και παρά τις προσωπικές πεποιθήσεις ή προθέσεις του καθενός, ας αστυνομεύουμε ή καταδίδουμε το γείτονα. Και κάθε φορά που γίνεται μια κίνηση που προσβλέπει στην υποτιθέμενη σωτηρία από το σκιάχτρο που στοιχειώνει τη ζωή μας, τόσο περισσότερο βουλιάζουμε στην κινούμενη άμμο.
Με άλλα λόγια, αποδεχτήκαμε να «πεθάνουμε» για να ζήσουμε και δεν υπάρχει ζωή για εμάς πια.
Ο θάνατος και η ασθένεια έγιναν η έμμονη ιδέα της ζωής όλων (εμβολιασμένων, μη εμβολιασμένων, αρνητών, ψεκασμένων, αψέκαστων και όλων των υπόλοιπων ευφάνταστων διαχωρισμών της κοινωνίας).
Κλείνοντας, θα σημειώναμε πως πολλοί άνθρωποι σήμερα έχουν ταυτίσει το καβούκι τους με τον ζωτικό τους χώρο.
Φοβούνται τη ζωή γι’ αυτό φλερτάρουν φαντασιακά με το θάνατο.
Σαπίζουν και αποσυντίθενται μέσα στα ψηφιακά και τσιμεντένια κουτιά τους, ασφυκτιώντας. Ο φόβος οδήγησε τους ανθρώπους να ζουν μια ζωή γυμνή και ανέπαφη (G. Agamben).
Φόβος μην πεθάνουν. Φόβος να ζήσουν.
Φόβος για το σκοτάδι.
Φόβος να κοιτάξουν τον ήλιο κατάματα μην τυφλωθούν.
Φόβος να αγαπήσουν.
Φόβος να χωρίσουν. Φόβος να μαλώσουν. Φόβος να αγκαλιαστούν.
Φόβος.
Φόβος.
Φόβος
Φόβος.
Και το καβούκι τους, όπως η φοβερά προστασία, όπως λέει ο ποιητής Καρούζος, τρώει σαν σαράκι την ψυχή και καταδυναστεύει τη ζωή τους.
Παραπομπές
[1] Στο σημείο αυτό αξίζει να γίνει ιδιαίτερη μνεία στις συνέπειες της εμπειρίας των ατόμων από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στον ψυχισμό και στην συμπεριφορά: α) των ατόμων που έζησαν βιωματικά το Ολοκαύτωμα και τον εγκλεισμό στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, β) των ατόμων που ήρθαν σε επαφή μέσω αφηγήσεων με την εμπειρία του εγκλεισμού σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, καθώς επίσης τις έρευνες που συσχετίζουν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης με στρεσογόνες καταστάσεις επιβιωτισμού καθημερινής ζωής (Paul Chodooff, Joel Dimsdale, Neusner Jacob, Patricia Benner, Ethel Roskies, Richard Lazarus κλπ.)
https://psy-counsellors.gr/fovos-thanatou-thn-epoxh-ths-apnoias/
«Επειδή λοιπόν είμαστε θνητοί με κάποιον τρόπο, κάθε μέρα μας φέρνει μια χαρά και αυτή η χαρά είναι πιο έντονη, όταν πρόκειται να χαθεί.»
Ζαν Πιερ Βερνάνν
«Είναι ανόητος όποιος λέει ότι φοβάται τον θάνατο όχι επειδή θα υποφέρει όταν έρθει ο θάνατος, αλλά επειδή υποφέρει στη σκέψη ότι θα έρθει. Εκείνο που δεν φέρνει ταραχή όταν είναι παρόν, άδικα προξενεί πόνο όταν αναμένεται».
Επίκουρος, Ἐπιστολὴ πρὸς Μενοικέα, 12
Ο δυτικός πληθυσμός μοιάζει να υπεισέρχεται σε μια «ψυχολογία γήρατος».
Θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε ποιοι συνήθως μιλούν περισσότερο για ασθένειες, τρέχουν συνέχεια στο γιατρό, φοβούνται μην πεθάνουν, προσέχουν τα μικρόβια, περιορίζουν τις μετακινήσεις τους, μένουν σπίτι κλπ.;
Οι υπερήλικες και οι πολύ άρρωστοι – και με το δίκιο τους θα έλεγε κανείς.
Κύριο γνώρισμά τους;
Ο φόβος!
Φοβούνται τα πάντα, κινδυνεύουν από τα πάντα.
Ποια είναι η προοπτική ζωής των υπερήλικων και των πολύ αρρώστων;
Θα λέγαμε θάνατος «μυρίζει» γύρω τους.
Ας φανταστούμε έναν πληθυσμό που αποτελείται μόνον από ετοιμοθάνατους.
Τι μπορεί κανείς να περιμένει από έναν τέτοιο πληθυσμό, πέραν από το να γεμίσουν τα νεκροταφεία; Αντιδράσεις;
Επαναστάσεις;
Διεκδικήσεις; Ανατροπές;
Θα σημειώναμε πως η βιολογική ηλικία πολλών ανθρώπων σήμερα – και ιδιαζόντως των ηλικιακά νεότερων – δεν συνάδει με την ψυχοδιανοητική τους ηλικία.
Η φοβία του θανάτου είναι συνδεδεμένη με την κενότητα της καθημερινής ζωής.
Κάθε φορά που ένα άτομο κατακλύζεται από έμμονες ιδέες γύρω από το θάνατο θα πρέπει πρωτίστως να αναζητήσουμε την ύπαρξη αισθήματος πληρότητας από τη ζωή που ζει. Νιώθει δημιουργικό;
Νιώθει αγαπητό;
Νιώθει πως η ζωή του είναι πλήρης και μεστή νοήματος;
Αντλεί ικανοποίηση από τον καθημερινό του βίο;
Διαθέτει έναν ζωτικό χώρο μέσα στον οποίο αλληλεπιδρά με σημαντικά γι’ αυτό πρόσωπα; Ο φόβος του θανάτου ταλανίζει συχνά τα άτομα που η «ζωή τους λείπει».
Ως σύμπτωμα η φοβία γύρω από το θάνατο αφενός συγκαλύπτει και ταυτόχρονα καταδεικνύει την νοσούσα ζωτικότητα του ατόμου, αφετέρου καλύπτει το κενό που αφήνει η απουσία ικανοποίησης και ευχαρίστησης από τη ζωή, με έμμονες ιδέες γύρω από το θάνατο.
Γνωρίζουμε πως σε σοβαρές καταθλιπτικές διαταραχές που το άτομο βιώνει με απόλυτο τρόπο το αίσθημα της ανηδονίας, ακόμα και στις βασικές σωματικές του λειτουργίες, πολλές φορές ο τρόπος για να «αισθανθεί ζωντανό» είναι να προκαλέσει πόνο στον εαυτό του, π.χ. μέσω αυτοτραυματισμών· και αυτός ο πόνος του παρέχει μια νοσηρή ευχαρίστηση: πονάω άρα νιώθω, συνεπώς είμαι ζωντανός.
Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε λοιπόν πως κάθε φορά που το άτομο φαντασιώνει το θάνατο του και υποφέρει με αυτή την φαντασίωση (ιδίως όταν καθίσταται έμμονη ιδέα), επιστρέφει στη ζωή ακολουθώντας την ανάποδη πορεία.
Σκέφτεται πως ο λόγος που φοβάται το θάνατο είναι γιατί επιθυμεί τη ζωή.
Ως εκ τούτου μέσα από ένα παιχνίδι ψυχοδιανοητικής ομφαλοσκόπησης «αυτοτραυματίζεται» ψυχικά, υποφέρει, άρα υπάρχει και το αποδεικνύει στον εαυτό του μέσα από το τρίπτυχο Φόβος – Άγχος – Επιθυμία: Το άτομο επιθυμεί τη ζωή, αλλά αισθάνεται άγχος και φόβο να βγει «έξω και μπροστά», να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες και τις προκλήσεις της.
Νιώθει ανήμπορο να ανταπεξέλθει σε μια καθημερινότητα που φαντάζει απειλητική και τον ωθεί σε έναν αγώνα καθημερινής επιβίωσης από τον οποίο θα προτιμούσε να απέχει ή να γλυτώσει.
Ως άτομο λοιπόν πολιουρκούμενο, που διαβιεί σε συνθήκες διακινδύνευσης και διαρκούς τρομοκρατίας, επιλέγει συχνά ως στάση ζωής την ψυχική αναισθησία και την παραίτηση. Επιλέγει να καταστείλει κάθε συναισθηματική ένταση, κάθε κριτική σκέψη ή γνωστική εμβάθυνση που μπορεί να ταρακουνήσει τα λιμνάζοντα νερά του ψυχισμού και του πνεύματός του.
Θα ήταν εύλογο βέβαια να αναρωτηθεί κανείς τι συμβάλλει καθοριστικά στην καλλιέργεια της επιρρέπειας στην «ψυχολογία γήρατος».
Μήπως όσο περισσότερα τραυματικά γεγονότα, όσο περισσότερους πολέμους, φυσικές καταστροφές ή σοβαρές ασθένειες έχει ζήσει ένας άνθρωπος, τόσο πιο πιθανό είναι να εκδηλώσει φοβία θανάτου;
Αυτή η λογικοφανής υπόθεση δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται από την ψυχική πραγματικότητα των ατόμων.
Αντίθετα, αυτό που παρατηρείται είναι πως η γενικευμένη «ψυχολογία γήρατος» συναντάται περισσότερο σε άτομα που δεν έχουν βιώσει πραγματικά απειλές, δυσκολίες ή ρεαλιστικούς κινδύνους, αλλά περισσότερο τις καλλιεργούν φαντασιακά μέσα σε ένα γενικό κλίμα τρομοκρατίας που «μιλάμε γι’ αυτό που φοβόμαστε, χωρίς απαραίτητα να το έχουμε συναντήσει».
Όπως έχει καταδείξει η άσκηση κλινικού έργου, οι φοβίες γύρω από το θάνατο και οι συνοδές φοβίες γύρω από την ασθένεια ή τα ατυχήματα ή τις διάφορες κοινωνιοπολιτικές ή φυσικές καταστάσεις που ενδεχομένως οδηγούν στο θάνατο είναι πιο έντονες όσο περισσότερο αποκομμένες είναι από την φυσική εμπειρία του ατόμου και όχι το αντίθετο. Θα λέγαμε ότι αυτό που φοβίζει περισσότερο τα άτομα είναι η ιδέα του θανάτου, παρά ο ίδιος ο θάνατος, η ιδέα της ασθένειας και όχι η ίδια η ασθένεια κ.ο.κ.
Μάλιστα, όταν τα άτομα έρχονται αντιμέτωπα με πραγματικές δυσκολίες που πλήττουν την σωματική τους ακεραιότητα επιδεικνύουν πολύ μεγαλύτερη ψυχραιμία και ψυχικό σθένος, από εκείνην που πίστευαν ότι θα έχουν ή έδειχναν όταν φαντασιώνονταν ή σκέφτονταν το θάνατό τους.[1]
Ήδη προ της περιόδου της πανδημίας παρατηρούσαμε μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα «νέκρας», αδιαφορίας, αδράνειας, παραίτησης και παθητικότητας, δηλαδή τη συμβολική απονέκρωση σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο, που θα μπορούσε να παραλληλιστεί με την πορεία προς το θάνατο του σύγχρονου δυτικού ανθρώπου: Στην περίπτωση του βιολογικού θανάτου (ιδίως αν αυτός δεν έρχεται αιφνίδια) παρατηρείται η τάση για απομόνωση, η έκπτωση των λειτουργιών, ένα διάχυτο καταθλιπτικό συναίσθημα, η έλλειψη διάθεσης δημιουργίας, η αδιαφορία για το μέλλον και ένα αίσθημα μοναξιάς.
Την εν λόγω ψυχοκοινωνική κατάσταση την παρατηρούμε σήμερα όλο και πιο συχνά σε υγιή άτομα όλων των ηλικιών.
Μέσα σε αυτήν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα η πανδημία του κορωνοϊού και η ιδεολογικοπολιτική της διαχείριση έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη διεύρυνση της «ψυχολογίας του γήρατος» σε ακόμα μεγαλύτερες ομάδες πληθυσμού και παράλληλα αποτέλεσε την ιδανική ευκαιρία εκπαίδευσης και διαπαιδαγώγησης του νέου homo σε νέες νοοτροπίες, τρόπους ζωής, ήθη και έθιμα.
Ειδικότερα, με το πρόσχημα να μην πεθάνουν από κορωνοϊό οι άνθρωποι αποδέχτηκαν ως φυσιολογικό οτιδήποτε μη ανθρώπινο (να μην αγκαλιάζονται, να μην βρίσκονται, να μην αγγίζονται, να κρατούν αποστάσεις κλπ.).
Εφόσον αυτό άρχισε να εγκαθιδρύεται ως νοοτροπία στις συνειδήσεις τους και νοηματοδοτήθηκε ως αυτονόητη στάση απαραίτητη για την αυτοσυντήρηση, ως είδος κινηθήκαμε εχθρικά προς την ανθρώπινη φύση (την κοινωνική) που είναι προϋπόθεση της επιβίωσης τους είδους.
Εκκινείται έτσι ένας αυτοκαταστροφικός κύκλος: Στην προσπάθεια να βγει το άτομο από την πορεία καταστροφής βυθίζεται όλο και πιο βαθιά σε αυτήν, όπως ακριβώς οι κινήσεις σε κινούμενη άμμο: Για να μην αρρωστήσουμε και πεθάνουμε ας κλειστούμε μέσα, ας φοράμε μάσκες, ας εμβολιαστούμε υποχρεωτικά, αναγκαστικά, και παρά τις προσωπικές πεποιθήσεις ή προθέσεις του καθενός, ας αστυνομεύουμε ή καταδίδουμε το γείτονα. Και κάθε φορά που γίνεται μια κίνηση που προσβλέπει στην υποτιθέμενη σωτηρία από το σκιάχτρο που στοιχειώνει τη ζωή μας, τόσο περισσότερο βουλιάζουμε στην κινούμενη άμμο.
Με άλλα λόγια, αποδεχτήκαμε να «πεθάνουμε» για να ζήσουμε και δεν υπάρχει ζωή για εμάς πια.
Ο θάνατος και η ασθένεια έγιναν η έμμονη ιδέα της ζωής όλων (εμβολιασμένων, μη εμβολιασμένων, αρνητών, ψεκασμένων, αψέκαστων και όλων των υπόλοιπων ευφάνταστων διαχωρισμών της κοινωνίας).
Κλείνοντας, θα σημειώναμε πως πολλοί άνθρωποι σήμερα έχουν ταυτίσει το καβούκι τους με τον ζωτικό τους χώρο.
Φοβούνται τη ζωή γι’ αυτό φλερτάρουν φαντασιακά με το θάνατο.
Σαπίζουν και αποσυντίθενται μέσα στα ψηφιακά και τσιμεντένια κουτιά τους, ασφυκτιώντας. Ο φόβος οδήγησε τους ανθρώπους να ζουν μια ζωή γυμνή και ανέπαφη (G. Agamben).
Φόβος μην πεθάνουν. Φόβος να ζήσουν.
Φόβος για το σκοτάδι.
Φόβος να κοιτάξουν τον ήλιο κατάματα μην τυφλωθούν.
Φόβος να αγαπήσουν.
Φόβος να χωρίσουν. Φόβος να μαλώσουν. Φόβος να αγκαλιαστούν.
Φόβος.
Φόβος.
Φόβος
Φόβος.
Και το καβούκι τους, όπως η φοβερά προστασία, όπως λέει ο ποιητής Καρούζος, τρώει σαν σαράκι την ψυχή και καταδυναστεύει τη ζωή τους.
Παραπομπές
[1] Στο σημείο αυτό αξίζει να γίνει ιδιαίτερη μνεία στις συνέπειες της εμπειρίας των ατόμων από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στον ψυχισμό και στην συμπεριφορά: α) των ατόμων που έζησαν βιωματικά το Ολοκαύτωμα και τον εγκλεισμό στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, β) των ατόμων που ήρθαν σε επαφή μέσω αφηγήσεων με την εμπειρία του εγκλεισμού σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, καθώς επίσης τις έρευνες που συσχετίζουν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης με στρεσογόνες καταστάσεις επιβιωτισμού καθημερινής ζωής (Paul Chodooff, Joel Dimsdale, Neusner Jacob, Patricia Benner, Ethel Roskies, Richard Lazarus κλπ.)
https://psy-counsellors.gr/fovos-thanatou-thn-epoxh-ths-apnoias/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου