Ο Τάκης Βιδάλης (Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου και μέλος της Επιτροπής Ηθικής της Επιστήμης και των Νέων Τεχνολογιών της ΕΕ) σχολιάζει την απόφαση ΣτΕ, σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της ΠΟΕΔΗΝ κατά των κυρώσεων που επιβλήθηκαν σε υγειονομικό προσωπικό, το οποίο αρνήθηκε να εμβολιαστεί κατά του COVID-19.
Η απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της ΠΟΕΔΗΝ κατά των κυρώσεων που επιβλήθηκαν σε υγειονομικό προσωπικό για άρνηση αντι -COVID εμβολιασμού, σηματοδοτεί μια αποφασιστική στροφή της Δικαιοσύνης προς την κατεύθυνση του πατερναλισμού.
Η στροφή αυτή δεν θα ήταν δυνατή, αν δεν παρερμηνευόταν το ισχύον δίκαιο. Όπως ξέρουμε, κάτι τέτοιο συνήθως συμβαίνει με παράκαμψη της τυπικής λογικής, καθώς σε αυτήν βασίζεται η ερμηνεία των κανόνων του.
Αξίζει να προσέξει κανείς τρία σημεία:
1. Το δικαστήριο επιχειρηματολόγησε υπέρ της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας των εμβολίων, θεωρώντας ότι η αδειοδότησή τους «υπό αίρεση» δεν σημαίνει ότι αυτά είναι πειραματικά σκευάσματα και ότι -ούτως ή άλλως- κανένα φάρμακο δεν είναι απόλυτα ασφαλές. Το συμπέρασμα λοιπόν – και το λογικό άλμα – είναι ότι η αδειοδότηση υπό αίρεση ταυτίζεται κατ’ αποτέλεσμα με την «ανεπιφύλακτη» αδειοδότηση: ακόμη και αν δεν έχουν συλλεγεί τα αναγκαία δεδομένα που θα οδηγήσουν στην τελευταία, ένα σκεύασμα πρέπει να θεωρείται ασφαλές και αποτελεσματικό, κατά το δικαστήριο πάντα. Είναι μάλιστα τόσο ασφαλές και αποτελεσματικό, που επιτρέπει στο κράτος να εξαναγκάζει τον καθένα (και μάλιστα τους κατ’ εξοχήν ειδικούς, δηλαδή τους ιατρούς) να το δεχθεί στον οργανισμό του, στερώντας του το περιθώριο να αξιολογήσει τη σημασία αυτής της άδειας «υπό αίρεση». Αν αργότερα πάθει κάτι, θα αποζημιωθεί άλλωστε, μας θυμίζει το δικαστήριο με γενναιοδωρία!
Κι όμως, η άδεια υπό αίρεση διαφέρει από την ανεπιφύλακτη άδεια, όχι κατά το ότι τα δεδομένα είναι «επαρκή», αλλά όχι «εκτενή», αλλά ακριβώς επειδή δεν είναι «επαρκή», γι’ αυτό χρειάζεται να επιβεβαιωθούν με νέα. Αυτός είναι ο λόγος που έχουμε άδειες υπό αίρεση: οι ρυθμιστικές αρχές (FDA, EMA, κλπ.) διατηρούν δηλαδή αμφιβολίες και βάσει αυτών ζητούν νέα δεδομένα. Ερώτημα: αν οι ρυθμιστικές αρχές διστάζουν να χορηγήσουν ανεπιφύλακτη άδεια, ο πολίτης δεν πρέπει κατά μείζονα λόγο να έχει περιθώρια να σκεφτεί τι θα κάνει, εν όψει του ατομικού δικαιώματος στην υγεία; Όχι, μας λέει το ΣτΕ, το υπουργείο ξέρει καλύτερα…
2. Αναφερόμενο στην «αρχή της προφύλαξης», το δικαστήριο φάνηκε να αισθάνεται άβολα. Με δυο λόγια, η αρχή επιβάλλει τη λήψη εύλογων προληπτικών μέτρων όταν η εφαρμογή μιας τεχνολογικής καινοτομίας συνοδεύεται από ένα περιθώριο ανασφάλειας ως προς τις συνέπειές της (λόγω έλλειψης δεδομένων). Αυτό θα σήμαινε, στην περίπτωσή μας, ότι τουλάχιστον η υποχρεωτικότητα των εμβολιασμών παραμένει εκτός συζήτησης, έως την ανεπιφύλακτη αδειοδότηση των εμβολίων από τις ρυθμιστικές αρχές, που θα επιβεβαιώσει την ασφάλειά τους.
Αλλά το δικαστήριο δεν βλέπει κάποιο πρόβλημα: με μεγάλη άνεση δογματίζει ότι, εν προκειμένω, η αρχή «λειτουργεί αντίστροφα», αφού η προφύλαξη (!) της κοινωνίας έχει προτεραιότητα. Άρα, μια νέα τεχνολογία σε οποιονδήποτε τομέα (από τις τηλεπικοινωνίες, την πληροφορική και την τεχνητή νοημοσύνη ως τα φάρμακα, την ενέργεια, τη νανοτεχνολογία και τα προϊόντα διατροφής), αρκεί να διατείνεται ότι εξασφαλίζει την «προφύλαξη» της κοινωνίας (από την τρομοκρατία, την κλιματική αλλαγή, τις επιδημίες, τους παράνομους μετανάστες κ.ο.κ.) για να εφαρμόζεται απρόσκοπτα, έστω και αν παρέχει επισφαλή δεδομένα. Αλλά αυτό ακριβώς θέλησε να προλάβει η «αρχή της προφύλαξης» όταν καθιερώθηκε: καμία τεχνολογία να μην διακινδυνεύει ατομικά ή δημόσια αγαθά, χωρίς εγγυήσεις ασφάλειας. Η αρχή, λοιπόν, δεν λειτουργεί «αντίστροφα» – όπως καμία αρχή άλλωστε, όπως μας λέει η απλή λογική! Απλώς το ΣτΕ την αποστρέφεται…
3.Το τρίτο σημείο είναι και το πιο ανησυχητικό, καθώς αφορά το πώς αντιλαμβανόμαστε ένα φιλελεύθερο και δημοκρατικό Σύνταγμα. Το ΣτΕ δεν θεωρεί «δυσανάλογη» τη στέρηση των αποδοχών όσων υγειονομικών (ή άλλων υπαλλήλων) αρνούνται να εμβολιαστούν, εν όψει της προστασίας της δημόσιας υγείας, της κοινωνικής αλληλεγγύης κ.λπ. Δέχεται λοιπόν ότι κάποιος μπορεί να στερηθεί ακόμη και τα μέσα βιοπορισμού του, αν δεν «συμμορφώνεται προς τας υποδείξεις». Χωρίς αποχρώσεις, μάλιστα (π.χ. αν έχει τουλάχιστον τη δυνατότητα να βιοπορίζεται από άλλες πηγές ή με πρόβλεψη ενός ελάχιστου μισθού, όπως υποστηρίχθηκε από τη μειοψηφία), προκειμένου να εξασφαλισθεί το «κοινό καλό».
Όμως η μεταχείριση οποιουδήποτε σαν απλού μέσου για την προφύλαξη της κοινωνίας, η «εργαλειοποίησή» του για χάρη του συνόλου, είναι απολύτως απαράδεκτη στο πλαίσιο ενός φιλελεύθερου και δημοκρατικού Συντάγματος. Αυτό μας το λέει ρητά η Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοιατρική (Οβιέδο), κατά την οποία τα συμφέροντα του ατόμου υπερέχουν πάντοτε των συμφερόντων της επιστήμης και της κοινωνίας. Κυρίως όμως, το εκφράζει η αρχή της αξίας του ανθρώπου, μεταξύ πολλών και στο δικό μας Σύνταγμα. Χωρίς περιστροφές, η δυνατότητα εργαλειοποίησης του ενός για χάρη των πολλών είναι το κύριο στοιχείο που χαρακτηρίζει κάθε μορφής ολοκληρωτικό καθεστώς.
Όταν λοιπόν το ΣτΕ κάνει λόγο για «αναλογικότητα», περιορισμούς των δικαιωμάτων κλπ. ξεχνά ότι όλα αυτά ισχύουν υπό τον όρο του σεβασμού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας. Πρόκειται εδώ για ένα απόλυτο όριο που κατά λογική αναγκαιότητα βρίσκεται εκτός σταθμίσεων ή άλλης αξιολόγησης: το άρθρο 2 παρ. 1 Σ. δεν υπόκειται σε καμία στάθμιση, εν όψει οποιουδήποτε ατομικού ή συλλογικού συμφέροντος, είναι αντίθετα η αναγκαία προϋπόθεση, η αφετηρία, για να μιλάμε περί αναλογικότητας περιορισμών, κοινωνικής αλληλεγγύης κ.λπ. Ασφαλώς είναι επιτρεπτοί περιορισμοί θεμελιωδών δικαιωμάτων και βεβαίως η επίδειξη κοινωνικής αλληλεγγύης αποτελεί συνταγματική υποχρέωση, όμως είναι αδιανόητο να αγνοήσουν την ανθρώπινη αξία οποιουδήποτε σε ένα φιλελεύθερο και δημοκρατικό καθεστώς. Όταν ο νομοθέτης ή η διοίκηση φτάνουν στο σημείο να εξαρτούν τον ίδιο τον βιοπορισμό κάποιου από τη συμμόρφωση στις αποφάσεις τους, απλώς παραβιάζουν το άρθρο 2 παρ. 1 Σ.: έτσι, ακόμη και αν δεν είχαμε τη ρητή κατοχύρωση του ατομικού δικαιώματος στην υγεία (Σύνταγμα) και της συναίνεσης ύστερα από ενημέρωση (Χάρτης Δικαιωμάτων ΕΕ, Σύμβαση Οβιέδο), η αρχή της αξίας του ανθρώπου θα αρκούσε για να περιορίσει τις ορέξεις όποιου θέλει το «καλό» μας…
Το ΣτΕ είχε την ευκαιρία να θυμίσει σε όλους – ιδίως στους κυβερνώντες – το άρθρο 2 παρ. 1 Σ., με αφορμή την υποχρεωτικότητα των εμβολιασμών. Προτίμησε όμως να θυμηθεί το ίδιο παλιές εποχές της νομολογίας, όταν το «δημόσιο συμφέρον» ήταν η ύπατη αρχή. Στη Μεταπολίτευση δεν βρέθηκαν – ευτυχώς – πολλές τέτοιες ευκαιρίες. Στο εξής, όμως, κανείς δεν ξέρει: όλα είναι υπό «στάθμιση», υπό επιτήρηση και κυρίως υπό έλεγχο στο πατερναλιστικό («Νέον»;) κράτος…
Τάκης Βιδάλης
Επιστ. Συνεργάτης ΕΕΒΤ, μέλος της Επιτροπής Ηθικής της Επιστήμης και των Νέων Τεχνολογιών της ΕΕ (EGE/European Commission).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου