Ο Δημήτρης Μητρόπουλος, ένας από τους μεγαλύτερους μαέστρους της ιστορίας, άγγιζε τον Θεό με το έργο του.
«Να σου ειπώ τη μαύρη αλήθεια, αν αφαιρέσεις το ότι έχω μία καλή ορχήστρα στα χέρια μου, ως ζωή εδώ μου είναι απολύτως αφόρητη, και αν μείνω κάμποσο καιρό, έστω και ασχολούμενος, θα πάθω από μαρασμό.
Παρ’ όλο μου τον θαυμασμό που έχω στον τόπο αυτό, δεν μπορώ να πω πως κατόρθωσα να συνδεθώ ψυχικά και αυτό μου κάνει τη ζωή μου αφόρητα μονήρη. Διερωτώμαι μόνο αν αξίζει τον κόπο να υποφέρω τόσο στη ζωή μου για να έχω μερικές καλές εκτελέσεις στην ορχήστρα…
Έχω τόσα χρόνια στο εξωτερικό και έκανα ό,τι μπορούσα για να προοδεύσω στην τέχνη μου και νομίζω πως έφθασα σε ένα αρκετά καλό σημείο ωριμότητας, ακόμη και φήμης.
Πρέπει λοιπόν γι’ αυτό να καταδικασθώ να πεθάνω και να μαραζώσω μακριά από τον τόπο μου;
Εάν το μέλλον μου είναι να φθάσω να είμαι επικεφαλής της Συμφωνικής της Βοστώνης ή της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης, όταν φθάσω εκεί, αν φθάσω, δεν θα έχει πια μείνει σταλαματιά αίμα στις φλέβες μου».
Από το βιβλίο «Δημήτρης Μητρόπουλος.
Η αλληλογραφία του με την Καίτη Κατσογιάννη». Εκδόσεις Ίκαρος, 1966.
Διαβάζουμε ότι ο συνθέτης Δημήτρης Μητρόπουλος ήταν βέβαιος από μικρός ότι θα γίνει κάποια ημέρα μοναχός.
Για την ακρίβεια, αυτό που ήθελε, ήταν να γίνει ιεραπόστολος.
Αυτό ήταν το ιδανικό του. Τελικά για κάποιο περίεργο λόγο, τον κέρδισε η μουσική (απόσπασμα από συνέντευξή του στον σταθμό NDR Hamburg το 1959).
Έκανε πρόβα χωρίς παρτιτούρα. Γιατί; Γιατί κάθε νότα ήταν στο κεφάλι του. Μια μουσική ιδιοφυΐα εις τους αιώνες των αιώνων!
Σύμφωνα όμως με τη φίλη του Καίτη Κατσογιάννη, ο συνθέτης υπήρξε περισσότερο χριστιανός παρά καθ’ αυτό θρησκευόμενος, ουδέποτε φυσικά είχε σκεφθεί να γίνει καλόγηρος, όπως το είπαν!
Είναι και αυτό ένας από τους μύθους που γεννήθηκαν στην Αμερική και που ποτέ δεν έκανε τον κόπο να διαψεύσει. Σπάνια άνθρωπος προσπάθησε όσον αυτός να κάνει πράξη ζωής τη διδασκαλία του Χριστού, ιδιαίτερα την αγάπη του πλησίον.
Ο Δημήτρης Μητρόπουλος θαύμαζε τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης και πίστευε ότι αυτός χάραξε τον δρόμο της ζωής του.
Ο Δημήτρης Μητρόπουλος γεννήθηκε το 1896 στην Αθήνα, σε μία ιερατική οικογένεια.
Σπούδασε στο Ωδείο Αθηνών με καθηγητές στο πιάνο τον πιανίστα Λούντβιχ Βάσενχοβεν και τον Βέλγο συνθέτη και βιολονίστα Αρμάνδο Μαρσίκ στα ανώτερα θεωρητικά και στη σύνθεση.
Αργότερα έκανε ιδιαίτερα μαθήματα επάνω στη σύνθεση με τον σπουδαίο συνθέτη Πολ Ζιλσόν, ενώ ο Φερούτσιο Μπουζόνι τον επηρέασε σημαντικά στην καλλιτεχνική εξέλιξή του.
Ήταν συνθέτης και πιανίστας.
Κυρίως όμως ήταν Διευθυντής Ορχήστρας.
Ξεκίνησε την εντυπωσιακή σταδιοδρομία του στην Κρατική Όπερα του Βερολίνου ως βοηθός μαέστρου (1921-1924). Από το 1924 έως το 1925 διευθύνει την Ορχήστρα του Ελληνικού Ωδείου και για μία διετία -μέχρι το 1927- την ορχήστρα του Συλλόγου Συναυλιών.
Κατόπιν, διευθύνει την ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών μέχρι το 1939, που εγκαθίσταται μόνιμα πλέον στην Αμερική.
Toν Φεβρουάριο του 1930 κάνει την πρώτη του εμφάνιση και συμμετέχει ως σολίστ στο 3ο Κονσέρτο για πιάνο του Σεργκέι Προκόφιεφ.
Περιοδεύει δίνοντας κονσέρτα στο Παρίσι και στο Λονδίνο, στην Ιταλία, στη Γαλλία, στο Βέλγιο, στην Πολωνία και στη Ρωσία.
Εμφανίζεται κατόπιν πρόσκλησης του Σερζ Κουσεβίτσκι με την Ορχήστρα της Βοστώνης το 1936. Η επιτυχία είναι τεράστια.
Τον επόμενο χρόνο χρήζεται επικεφαλής της Συμφωνικής Ορχήστρας της Μινεάπολης.
Έχει ανοιχτά τα αυτιά του στα νέα μουσικά ρεύματα και δίνει χώρο σε νεότερους και ερασιτέχνες. Παραμένει για 12 χρόνια -από το 1938- μόνιμος διευθυντής της Συμφωνικής Ορχήστρας της Μινεάπολης.
Η πόλη γνωρίζει πρωτοφανή άνθηση και αποκτά, σιγά σιγά, το πιο μουσικόφιλο κοινό σε όλη την Αμερική, σύμφωνα με τη βιογραφία του αρχιμαέστρου.
Ο Δημήτρης Μητρόπουλος γίνεται Αμερικανός υπήκοος το 1946.
Το 1949 και μέχρι το 1957 αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης.
Κάπου εκεί αρχίζουν τα δύσκολα.
Όσο παρέμεινε σε αυτή τη θέση, φίλοι και εχθροί ενώθηκαν εναντίον του με πίστη.
Λίγο η «σεμνά» εκπεφρασμένη ομοφυλοφιλία του, λίγο ο ταπεινός χαρακτήρας του και το «αντιπολεμικό» και ήρεμο ταμπεραμέντο του, βοήθησαν ώστε να γίνει η τέλεια επίθεση σε έναν ευγενή αντίπαλο, μέχρι την εξόντωσή του.
Ο Δημήτρης Μητρόπουλος είχε πάθος με τη μουσική!
Ήταν ιδιοφυής και νεωτεριστής και ταπεινός και μοναχικός.
Συνδύαζε μοναδικά τη θρησκευτική πίστη και την πνευματικότητα με έναν γήινο ρεαλισμό!
Είχε εκπληκτική μνήμη και μπορούσε να διευθύνει την ορχήστρα χωρίς παρτιτούρα.
Ήταν αγαπητός στα μέλη της ορχήστρας του.
Στήριζε τους συνεργάτες του.
Ήταν μορφωμένος.
Ήταν έμφυτα ευγενής.
Ήξερε ποιος ήταν και μπορούσε να συγχωρεί και να είναι επιεικής με τους εχθρούς του.
Το ταλέντο του στην απομνημόνευση των έργων δεν ήταν αποτέλεσμα μιας φωτογραφικής μνήμης αλλά μάλλον η τρανή απόδειξη πως ο μαέστρος είχε την πολύτιμη ικανότητα της αντίληψης και της κατανόησης ενός έργου, πετυχαίνοντας έτσι να του προσδώσει περισσότερη ελευθερία και να πάρει το ρίσκο μιας διαφορετικής εκτέλεσής του.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης, ο Δημήτρης Μητρόπουλος έδωσε πολλές συναυλίες στην Αμερική, την Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική.
Ο Δημήτρης Μητρόπουλος «αισθανόταν» τη μουσική, που κυλούσε στις φλέβες του.
Είχε αυτή την τύχη… να συνομιλεί με τις νότες και να μπορεί να μεταδίδει την ευτυχία που αισθανόταν και στο ακροατήριό του.
Γι’ αυτό και ο κόσμος τον αγάπησε.
Γιατί ήταν αληθινός.
Και ο ίδιος και ο έρωτάς του με τη μουσική.
Με τη φράση του «Ούτε ο Χριστός ούτε η Ενάτη Συμφωνία (του Μπετόβεν) κατόρθωσαν να κάνουν την ανθρωπότητα καλύτερη» δείχνει τον θαυμασμό του για τα θεία και τη μουσική, τα εξομοιώνει ουσιαστικά, και απορεί με την αδυναμία και την τραχιά φύση του ανθρώπου, που τον εμποδίζει να γίνει καλύτερος μετά τη «γνωριμία» του με αυτά.
Είτε ακουστικά είτε πνευματικά.
Ο Δημήτρης Μητρόπουλος έχει τιμηθεί με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών και είναι επίτιμος εταίρος της Ακαδημίας Αθηνών. Υπήρξε Αξιωματικός της Λεγεώνας της Τιμής, Διδάκτωρ των Καλών Τεχνών του Syracuse University, Διδάκτωρ της Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, Διδάκτωρ της Μουσικής του Πανεπιστημίου του Σικάγο.
Έχει λάβει πολλά τιμητικά διπλώματα, μετάλλια και διακρίσεις.
Όταν έφυγε από τη ζωή αυτή το 1960, σε μία πρόβα έργου του Μάλερ, στη σκάλα του Μιλάνου, ίσως και να ένιωσε ευτυχισμένος!
Τόσο γιατί ήταν επάνω στο πόντιουμ όσο και για το ότι η πρόβα ήταν επάνω στο τρίτο κονσέρτο του συνθέτη που θαύμαζε.
Τον πρόδωσε η καρδιά του, όπως και πολλοί… απλοί αλλά και «σύνθετοι» άνθρωποι που πέρασαν από τη ζωή του.
Από τη Μία Κόλλια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου