Πήδηξε ὁ αἴγαγρος καὶ στάθηκε σὲ μία ψηλὴ κορφή.
Στητὸς καὶ ρουθουνίζοντας κοιτάζει τὸν κάμπο καὶ ἀφουγκράζεται πρὶν ἄλλο σκίρτημα σὲ ἄλλη κορφὴ τὸν πάη.
Τὰ μάτια του λάμπουν σὰν κρύσταλλα καὶ μοιάζουν μὲ μάτια ἀετοῦ, ἢ ἀνθρώπου ποὺ μέγας οἶστρος τὸν κατέχει.
Τὸ τρίχωμά του εἶναι στιλπνὸ καὶ ἀνάμεσα στὰ πισινά του πόδια, πίσω καὶ κάτω ἀπ’ τὸ κεντρί του, τὸ μέγα σήμαντρον τῆς ἀπολύτου ὀρθοδοξίας ταλαντευόμενον σὲ κάθε σάλεμά του, βαριὰ καὶ μεγαλόπρεπα κουνιέται.
Κάτω ἐκτείνεται ὁ κάμπος μὲ τὰ λερὰ μαγνάδια του καὶ τὶς βαρειὲς καδένες.
Ὁ αἴγαγρος κοιτάζει καὶ ἀφουγκράζεται.
Ἀπὸ τὸν κάμπο ἀνεβαίνει μία μυριόστομη κραυγὴ ἀνθρώπων πνευστιώντων.
«Αἴγαγρε! Αἴγαγρε! Ἔλα σὲ μᾶς γιὰ νὰ χαρῆς καὶ νὰ μᾶς σώσης».
Ὁ αἴγαγρος κοιτάζει καὶ ἀφουγκράζεται.
Ὅμως δὲν νοιάζεται καθόλου γιὰ ὅλου τοῦ κάτω κόσμου τὴν βοὴ καὶ τὴν ἀντάρα.
Στέκει στητὸς στὰ πόδια του, καὶ ὅλο μυρίζει τὸν ἀέρα, σηκώνοντας τὰ χείλη του σὰν σὲ στιγμὲς ὀχείας.
«Αἴγαγρε! Αἴγαγρε! Ἔλα σὲ μᾶς γιὰ νὰ εὐφρανθῆς καὶ νὰ μᾶς σώσης. Θὰ σὲ λατρέψουμε ὡς Θεό. Θὰ κτίσουμε ναοὺς γιὰ σένα. Θἄσαι ὁ τράγος ὁ χρυσός! Καὶ ἀκόμη θὰ σοῦ προσφέρουμε πλούσια ταγὴ καὶ ὅλα τὰ πιὸ ἀκριβὰ μανάρια μας… Γιὰ δές!»
Καὶ λέγοντας οἱ ἄνθρωποι τοῦ κάμπου ἔσπρωχναν πρὸς τὸ βουνὸ ἕνα κοπάδι ἀπὸ μικρὲς κατσίκες σπάνιες, ἀπὸ ράτσα.
Ὁ Αἴγαγρος στέκει ἀκίνητος καὶ ὀσμίζεται ἀκόμη τὸν ἀέρα.
Ἔπειτα, ξαφνικά, ὑψώνει τὸ κεφάλι του καὶ ἀφήνει μέγα βέλασμα, ποὺ ἀντηχεῖ ἐπάνω καὶ πέρα ἀπ’ τὰ φαράγγια σὰν γέλιο λαγαρό, καὶ μονομιᾶς, μὲ πήδημα γοργό, σὰν βέλος θεόρατο ἢ σὰν διάττων, ἀκόμη πιιο ψηλὰ πετιέται.
Γειά καὶ χαρά σου, Αἴγαγρε!
Γιατί νὰ σοῦ φαντάξουν τὰ λόγια τοῦ κάμπου καὶ οἱ φωνές του;
Γιατί νὰ προτιμήσης τοῦ κάμπου τὰ κατσίκια;
Ἔχεις ὅ, τι χρειάζεσαι ἐδῶ καὶ γιὰ βοσκὴ καὶ γιὰ ὀχεῖες καὶ κάτι παρὰ πάνω, κάτι πού, μὰ τὸν Θεό, δὲν ἤκμασε ποτὲ κάτω στοὺς κάμπους – ἔχεις ἐδῶ τὴν Λευτεριά!
Τὰ κρύσταλλα ποὺ μαζώχθηκαν καὶ φτιάξαν τὸν Κρυστάλλη,
ὁ Διονύσιος Σολωμὸς ὁ Μουσηγέτης,
ὁ Ἀνδρέας ὁ πρωτόκλητος καὶ πρωτοψάλτης Κάλβος,
ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος ποὺ ἑλληνικὰ τὰ ἤθελε ὅλα κ’ ἔκρυβε μέσα του, βαθιά, μία φλογερὴ ψυχὴ Σαβοναρόλα,
ὁ μέγας ταγὸς ὁ Δελφικός, ὁ Ἀρχάγγελος Σικελιανὸς ποὺ ἔπλασε τὸ Πάσχα τῶν Ἑλλήνων καὶ ἀνάστησε (Πάσχα καὶ αὐτὸ) τὸν Πάνα,
ὁ ἐκ τοῦ Εὐξείνου ποιητὴς ὁ Βάρναλης ὁ Κώστας, αἱ βάτοι αἱ φλεγόμεναι,
ὁ Νῖκος Ἐγγονόπουλος καὶ ὁ Νικήτας Ράντος,
ὁ Ὀδυσσεὺς Ἐλύτης, ποὺ τὴν ψυχὴ του βάφτισε στὰ ἰωνικὰ νερὰ τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἀρχιπελάγους,
ὁ ἐκ Λευκάδος ποιητής, αὐγερινὸς καὶ ἀποσπερίτης, ὁ Νάνος Βαλαωρίτης, αὐτοὶ καὶ λίγοι ἄλλοι, αὐτοὶ ποὺ πῆραν τὰ βουνά, νὰ μὴν τοὺς φάη ὁ κάμπος, δοξολογοῦν τὸν οἶστρο σου καὶ τὸ πυκνό σου σπέρμα, γιὲ τοῦ Πανὸς καὶ μίας ζαρκάδας Ἀφροδίτης.
Γειά καὶ χαρά σου, Αἴγαγρε, ποὺ δὲν ἀγαπᾶς τοὺς κάμπους !
Τί νὰ τοὺς κάνης: Ὁ ἥλιος ἐδῶ, κάθε πρωί, σηκώνεται ἀνάμεσα στὰ κέρατά σου!
Στὰ μάτια σου λάμπουν οἱ ἀστραπὲς τοῦ Ἰεχωβὰ καὶ ὁ ἵμερος ὁ ἄσβηστος τοῦ Δία, κάθε φορά ποὺ σπέρνεις ἐδῶ, στὰ θηλυκά σου, τὴν ἔνδοξη καὶ ἀπέθαντη γενιά σου!
Γειά καὶ χαρά σου, Αἴγαγρε, ποὺ δὲν θὰ πᾶς στοὺς κάμπους!
Γειά καὶ χαρά σου, ποὺ πατᾶς τὰ νυχοπόδαρά σου στῶν ἀπορρώγων κορυφῶν τὰ πιὸ ὑψηλὰ Ὡσαννά!
Εἶπα καὶ ἐλάλησα, Αἴγαγρε, καὶ ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω.
Ο ύμνος του Ανδρέα Εμπειρίκου στους Ελεύθερους Ανθρώπουςntina
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου