“Canaris! Nous t’ avons oublie’
…Ta gloire est dans la nuit”
Victor Hugo
(«Κανάρη! Σε λησμονήσαμε
… Η δόξα σου νυχτώθηκε»)
μτφ. Κ. Παλαμά
Αχιλλέας Παράσχους
«Μια νύχτα πωτρεμε η γη κι ο κόσμος εχαλούσε
τ’ Άστρο του Άρη ολόφωτο και χωριστό απ’ τ’ άλλα
χαμήλωνε, χαμήλωνε, τη θάλασσα ζητούσε
κι εκείνη ανέβαινε ψηλά στα σύννεφα καβάλλα.
Και τη στιγμή που φίλησε τα κύματα ο Άρης
μ’ ένα της θάλασσας σπασμό γεννήθηκε ο Κανάρης».
Για τον Κωνσταντίνο Κανάρη (1794 - 1877) έχουν γραφεί πολλά και συνάμα τόσο… λίγα, λαμβανομένων υπόψη της απήχησης, της διατοπικότητας και διαχρονικότητας του συγκεκριμένου ιστορικού Προσώπου.
Υπενθυμίζεται ότι ο «μεταπολεμικός» Κανάρης από το έτος 1853 διέμενε με τη σύζυγό του Δέσποινα σε οικία εντός κτήματος στην περιοχή της Κυψέλης.
Επρόκειτο για ένα απλό σπίτι που μάλλον… δεν παρέπεμπε σε πρωθυπουργική έπαυλη με πολυάριθμο υπηρετικό προσωπικό. Ο Sogliali επισκεπτόμενος τον γηραιό ήρωα που «εκάθητο με το σώμα κεκυρτωμένο, επί βρυοσκεπούς εδωλίου παρά τη μικρά κρήνη, εν μέσω ροδώνων», κάνει λόγο για «οικία με πρασίνους περσίδας, μικρόν περιβόλιον και μικρόν κήπον».
Σύμφωνα με τον Freeman: «…ο πολιοκρόταφος ήρως, το φθινόπωρον του βίου του, δαπανά καλλιεργών κηπάριον ή ως ξυλουργός ή τρέφων όρνιθας, κατοικεί δε εν πενιχρά καλύβη ήτις είναι ωσάν όασις εις την πέριξ των Αθηνών ερημία.
Έχει δε απέναντι την θάλασσαν, ης εδέσποσεν κάποτε.
Ο κοιτών αυτού λιτός, εφαίνετο αρμόδιον κατάλυμα της εν αυτώ ενοικούσης τιμίας ψυχής».
Ίσως να μην είναι τυχαίο, ότι αυτό το απέριττο ύφος ακολούθησε το ζεύγος Κανάρη μέχρι και την τελευταία κατοικία του στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών…
Κατά το έτος 1876, στο συγκεκριμένο χώρο –εν Κυψέλη- επισκεπτόταν τον Κανάρη ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης.
Σε αυτές τις «συνεντεύξεις» ο ψαριανός «στερεοτύπως απήντα» προς τον θαυμασμό του ποιητή «μετά παιδικής αφελείας» ότι: «όλα, παιδί μου, όλα τα κατορθώνει η προς την πατρίδα αγάπη».
Όταν άρχισε η Επανάσταση, ο Κανάρης εγκατέλειψε το εμπορικό ναυτικό, όπου ήταν πλοίαρχος και πήρε μέρος σε καταδρομές εναντίον των Τούρκων. Τον Ιούνιο του 1822 ανατίναξε με το πυρπολικό του στο λιμάνι της κατεστραμμένης Χίου τη ναυαρχίδα του τουρκικού στόλου, στην οποία βρήκαν το θάνατο ο αρχιναύαρχος Καρά Αλής με περίπου 2.000 Οθωμανούς ναύτες και στρατιώτες που γιόρταζαν το Μπαϊράμι, τη μεγαλύτερη θρησκευτική γιορτή των Μουσουλμάνων. Ήταν η εκδίκηση των Ελλήνων για την καταστροφή της Χίου λίγους μήνες νωρίτερα.Ο μπουρλοτιέρης από τα Ψαρά πραγματοποίησε πολλές παράτολμες αποστολές, πριν καιμετά την πυρπόληση της ναυαρχίδας του τουρκικού στόλου, η οποία μάλιστα ονομαζόταν "Μπουρλότα σαϊμάζι-καταφρονήτρα των πυρπολικών".
Αναφερόμενος στις εφιαλτικές στιγμές προσκόλλησης του πυρπολικού στην ναυαρχίδα του Καραλή, όπου η λέμβος διαφυγής δεν μπορούσε να αποσπασθεί «ως εάν εκρατείτο υπό μυστηριώδους αφανούς δαίμονος», δήλωνε «μετ’ απεριγράπτου μειδιάματος» ο μέγιστος Ναυμάχος: «τα ολίγα δευτερόλεπτα, τα οποία εδαπανήθησαν εν τω απροσδοκήτω εκείνω συμβάντι, ήσαν αρκετά να επιφέρουν την καταστροφήν μας [...] Οι τούρκοι ήσαν τόσοι, ώστε, εάν έπτυον επάνω μας, θα μας έπνιγαν αναμφιβόλως.
Αλλ’ ο μεγαλοδύναμος Θεός δεν το επέτρεψε και μας έσωσε, διότι εγνώρισε την ψυχήν των δούλων του».
Έτσι, έκλεινε τις ολιγόλογες αφηγήσεις του ο Πυρπολητής, χωρίς ίχνος περιαυτολογίας και με το βλέμμα (άλλοτε μειλίχιο μα και κάποτε αστραποβόλο) πάντα στραμμένο προς τον Ουράνιο Πατέρα.
Μερικές δεκαετίες αργότερα, ο Δ. Φωτιάδης, εκφράζοντας την απογοήτευσή του, δίνει την εξής περιγραφή για το σπίτι: «μπαίνοντας θα βρεθείς σε μιαν αυλή όπου βλέπει η κρεβάτα του σπιτιού.
Όλα σου μιλάνε για πολύχρονη εγκατάλειψη.
Τα μόνα που τραβάνε τη ματιά σου είναι ένα μεγάλο πεύκο κι ένας φοίνικας, που ίσως φυτεύτηκαν τότες με τη φροντίδα του Κανάρη [..]
Πιο πέρα βρισκόταν παλιότερα ένα λιοτρίβι που τώρα πια δεν υπήρχε...».
Επίσης, ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Χρήστος Αγγελομάτης αναφερόμενος στο σπίτι του Μπουρλοτιέρη στην Κυψέλη («Νέα Εστία», 1936) λέει τα εξής:
«Εδώ και λίγα χρόνια, στη στροφή του τραμ από την οδό Πατησίων προς την Κυψέλη, σε μιαν απότομη καμπή, εκεί, κατά τον παλιό Αη – Γιώργη, επρόβαλλε ένα σπίτι που άθελα τραβούσε τα βλέμματα, ακόμη κι αν δεν ήξερε κανείς τι ήταν.
Μια τζαμαρία σ’ όλη σχεδόν την εσωτερική πρόσοψη του έδινε πρόσχαρη όψη, και πάνω από τον τοίχο που έκλεινε πλάγια την περιοχή, κυλούσαν οι κισσοί σχεδόν ως τη γη.
Στο βάθος του κήπου πελώρια πεύκα εσκόρπιζαν το σούσουρο εκείνο που πότε μοιάζει με απαλό θρόισμα, πότε, ανάλογα με της ψυχής την κατάσταση, με βόγγο».
Σε άλλο σημείο του κειμένου ο σμυρνιός αρθρογράφος της «Νέας Εστίας» δεν κρύβει τη «ρωμαίικη» πικρίαν του και διατυπώνει, με καυστικό τρόπο, οξύτατο «εθνικό αυτοσαρκασμό» λέγοντας:
«Ο κισσός παιγνιδίζει ηλιόχαρος στα μάτια μόνο της φαντασίας και των αναμνήσεων, η τζαμαρία έχει πάθει κι αυτή τις μεταμορφώσεις που επιβάλλει το πνεύμα της εποχής, κι ένα μανάβικο με τον μετριόφρονα τίτλον ‘’Ο Κανάρης’’ έχουν καταλάβει το κάτω μέρος του σπιτιού[…]
Μια πινακίδα σαν κι αυτές που μπαίνουν χιλιάδες σε όλη την Ελλάδα, για να πετάγωνται κατόπι στα σκουπίδια, έλεγε πως στο σπίτι αυτό έζησε και πέθανε στα 1877 ο μπουρλοτιέρης Κωνσταντίνος Κανάρης[…]
Βέβαια, θα μπορούσε νάχη μεταβληθή το σπίτι του Κανάρη σε μουσείο. Ποιος όμως να φροντίση τέτοια πράγματα στην Ελλάδα;
Σήμερα, το σπίτι του Κανάρη είναι ζαχαροπλαστείο, μανάβικο και κατοικία.
Αύριο θα ναι ταβέρνα ίσως, με την εικόνα του μπουρλοτιέρη ζωγραφισμένη στα κρασοβάρελα»
Παράλληλα, ο Αγγελομάτης αναφέρεται σε μια σουηδή συγγραφέα που επισκέφθηκε το «ελληνικό ηρωικό ζεύγος» (“greek heroic pair”) στην Κυψέλη.
Προφανώς πρόκειται για την περιηγήτρια Fredrica Bremer, μια αξιόλογη «ακτιβίστρια» της εποχής η οποία, ταξιδεύοντας ανά την Ελλάδα, πήγε στο σπίτι της Κυψέλης στις 15 Δεκεμβρίου του 1859 για να γνωρίσει τον «γηραιό ήρωα της ελευθερίας» (“the old hero of freedom”) και να του προσφέρει μια ανθοδέσμη. Η F. Bremer υπογραμμίζει τη θετική εντύπωση που της έκανε η ηλιόλουστη αυλή του σπιτιού με τα εύρωστα δένδρα και τη μαρμαρένια βρύση, αλλά κυρίως ο ευγενής και μετριόφρων Κανάρης με τη σύζυγό του (στην οποία γίνεται ιδιαίτερη μνεία).
Η συγγραφέας δήλωσε ότι είναι ευτυχής που αντικρίζει τον άνδρα για τον οποίον της είχε μιλήσει με τόσο θαυμασμό ο πατέρας της παλιότερα.
Ο Κανάρης απάντησε ότι «ευχαριστεί τον Θεό που επέτρεψε σε ένα απλό ναυτικό ενός ελληνικού νησιού από τα πιο μικρά, να κάμη για την πατρίδα του κάτι που έκαμε τον απελευθερωτικό της αγώνα συμπαθή σε χώρες τόσο μακρινές».
«ήταν αληθινά μια ωραία απάντηση», υπογραμμίζει η φιλτάτη Fredrika. Και όταν τον ρώτησε, αν αισθάνθηκε σε κάποια στιγμή της ζωής του φόβο, ο Κανάρης αποκρίθηκε: «Ένα τέτοιο πράγμα δεν μπαίνει ποτέ στο νου μας. Ο κίνδυνος μας διεγείρει. (“Such a thing never enters our minds. Danger fires us on”).
Ο σεμνός ήρωας δεν έδωσε την απάντηση για λογαριασμό μόνο του εαυτού του. Εχρησιμοποίησε το πρώτο πρόσωπο του πληθυντικού.
Μίλησε για λογαριασμό των Ελλήνων γενικά.
Τέλος, στο εν λόγω άρθρο του Αγγελομάτη σημειώνεται για την «εκκλησούλα» που έκτισε το ηρωικό ζεύγος (εν έτει 1873), ότι:
«Λίγο παρακάτω από το σπίτι είναι μια εκκλησούλα, όπου συνήθιζε να ακολουθή τη λειτουργία ο Κανάρης.
Το στασίδι του το έχουν κλεισμένο με αλυσίδα.
Από τον καιρό που έσβυσεν ο μπουρλοτιέρης, κανείς δεν κάθισε.
Έτσι έπρεπε.
Σε αυτό θα πλανιέται πάντα η σκιά του ανθρώπου που έβαλε κάτι παραπάνω από μια πέτρα στα θεμέλια της Ελληνικής Ελευθερίας».
Όμως, από τις διάφορες πηγές, η πιο καλά εστιασμένη στο «εκκλησιδάκι» του ευλαβούς Ναυάρχου ανήκει στον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη (κατόπιν μοναχό Ανδρόνικο), ο οποίος, σε άρθρο του στο Περιοδικό
«Οι Τρεις Ιεράρχαι» (φύλλο 606/1925), δίνοντας αρχικά μια γλαφυρή περιγραφή της ευρύτερης περιοχής, αναφέρει:
«Εκείνα τα χρόνια η Πρωτεύουσα εξετείνετο μέχρι των Χαυτείων. Πέραν ηπλούτο το Πολύγωνον, ή το Πεδίον του Άρεως με τον Ναόν των Ταξιαρχών, ένα πολύ μικρὸν και πολύ πτωχικόν Εκκλησιδάκι.
Και μετά τινά ερημικόν χείμαρρον ευρισκόμεθα εις την Κυψέλην, όπου η έπαυλις του δαφνοστεφούς Πυρπολητού και ο Ναός του, οι Άγιοι Απόστολοι.
Εκείνα τα χρόνια λέγων τις Κυψέλη, εννοούσεν έπαυλιν Κανάρη. Μέσα εις την ερημίαν μια δροσερωτάτη πρασινοβολή, μία όασις τα μάλα ευάρεστος.
Ολίγον παραπέρα από την Αγίαν Ζώνην, εκεί εις την άκραν των Πατησίων, μέσα εις τους κήπους και τους ανθώνας του τότε συνοικιζομένου δροσοβρέκτου Προαστείου.
Πόσας φοράς ελειτουργήθην τας πρωΐας της Ανοίξεως, και πόσας φοράς ηγρύπνησα εις πανηγυρικήν αγρυπνίαν μεγάλης εορτής, ότε ένα καιρόν είχον καταδιωχθεί αι Αγρυπνίαι του Αγίου Ελισσαίου.
Αλλά σήμερον ούτε αι ανθοφορούσαι πασχαλέαι τον σκιάζουσι πλέον τον εύμορφον και ιστορικόν ναΐσκον, ούτε τα βάϊα, ούτε οι θάμνοι των μύρτων υπάρχουν, ούτε τα άλλα οπωροφόρα δένδρα.
Αλλά και τα δενδρολίβανα και οι κρίνοι όπου ανθοστοιχίαν όλην απετέλουν προ της εισόδου του Ναού και περὶ αυτόν, με τας σκιεράς και δροσοβολούσας εκείνας αναδενδράδας, εξηφανίσθησαν όλα πλέον, και απέμεινε γυμνός έξωθεν ο Ναός, ως κατάδικος, να ψήνεται από τον ήλιον το θέρος και να λούεται από βροχάς τον χειμώνα.
Αλλά και η όλη έως εκεί μετάβασις γίνεται διά μέσου οικοδομών και μεγάρων.
Εκταθείσης πολύ πέραν της πόλεως, ολόκληρος δε συνοικία εσχηματίσθη περί το ερημικόν άλλοτε εκκλησιδάκι, το οποίον απεκρύβη ενσφηνωθέν μέσα εις περιβόλους και μάνδρας.
Εσωτερικώς όμως διατηρεί όλην την καθαρότητά του, και με όλην την γύμνωσιν του, διότι αφηρέθησαν πολλά αυτου εγκαλλωπίσματα από όσα βλέπων κανείς εκείνα τα χρόνια εννοούσεν ότι ο Ναός ούτος υπήρξεν άλλοτε το ευαγές μέλημα του γηραιού Ναυάρχου, όστις μέχρι τέλους διατηρήσας το πυρ της πίστεως αναμμένον εν τη καρδία του, μολονότι είχε σβεσθή πλέον μέσα εις της δόξης τα σύννεφα ο πυρσός του πυρπολικού του, παρηκολούθει τακτικότατα τας ιεράς ακολουθίας της Εκκλησίας, ως εις εκ των μάλλον φιλακολούθων της κορυφαίας τάξεως του Έθνους. Πιστός εις την Πατρίδα.
Πιστός και εις την Εκκλησίαν της Πατρίδος.
Το ευγενές και γνησίως Ελληνικόν κέλευσμα «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος» εφήρμοσεν απαρεγκλίτως ο γηραιός Ναύαρχος.»
Εν συνεχεία, ο Μωραϊτίδης υπερθεματίζει σε συγκεκριμένα στιγμιότυπα της λατρευτικής καθημερινότητας του Κανάρη, από όπου αναδεικνύεται το διαχρονικό, ειλικρινές και βαθύ θρησκευτικό συναίσθημά του:
«Διηγούνται ότι ο Ναύαρχος πιστός τηρητής των Νηστειών της Εκκλησίας, μίαν Τεσσαρακοστήν ησθένησεν.
Ο δε ιατρός διέταξε να καταλύση χάριν της υγείας του, ζωμόν ή γάλα..
- Αδύνατον! Ηρνήθη ο Ναύαρχος.
- Μα είναι ανάγκη! Ολίγον ζωμόν. Επέμενεν ο ιατρός Ορφανίδης.
- Άλλο τίποτε φαγητόν ξεύρετε; Ηρώτησεν επιμένων ο Ναύαρχος.
Τότε ο Ορφανίδης ενθυμήθη το κακάον και συγκατέβη να πίη από αυτό ο Ναύαρχος.
- Τώρα μάλιστα, υπέλαβεν ο Ναύαρχος. Τώρα σας ακούω.
Και κατέλυσε την νηστείαν πίνων κακάο.
Εις τας ιεροτελεστίας επροτιμούσε πάντοτε τον μακαρίτην Παπα-Χαρίλαον, έναν πολύ σεβάσμιον εφημέριον της Ζωοδόχου Πηγής, όστις μετά δικαίας υπερηφανείας μου το έλεγε.
Με προτιμούσε πάντοτε ο Ναύαρχος, διότι έλεγον καθαρά τας ευχάς και το Ευαγγέλιον πολύ καθαρά χωρίς τερετισμούς.
Εις τούτον λοιπόν τον καλόν εφημέριον διηγείτο ο Ναύαρχος, ότι προ πάσης ναυτικής του πράξεως, κατά τον μακρόν αγώνα της Επαναστάσεως, προ πάσης ναυμαχίας, συνήθιζε να διατάσση γενικόν εξιλασμόν εις το πλήρωμά του.
Την παραμονήν της ναυμαχίας εξομολογούμενοι όλοι οι ναύται του μετελάμβανον των αχράντων Μυστηρίων, ηγουμένου του ενδόξου Πυρπολητού, όστις τότε με ακατάβλητον θάρρος προέβαινε κατά του εχθρικού στόλου, βέβαιος περὶ της επιτυχίας. Και δεν απετύγχανεν.
Ετίμα δε υπερβαλλόντως το ιερατείον ο Ναύαρχος.
Μετά την Θείαν λειτουργίαν, δεν εξήρχετο του ναου, πριν συμπληρώση τας τελευταίας του ευχάς ο ιερεύς, αλλ’ επερίμενεν εν τω στασιδίω του, έως ου αποδυθή ο ιερεύς τα ιερὰ άμφια, και τότε ηγουμένου του λειτουργού του Υψίστου ηκολούθει ο ναύαρχος, και ανήρχοντο εις την δροσερὰν έπαυλιν, να λάβουν τον συνήθη καφέ μετά γλυκού.
Εις μίαν δε Κυριακήν η υπηρέτρια αφηρημένη παρουσίασε τον δίσκον πρώτον εις τον ναύαρχον, εις τον κύριόν της, ούτω κρίνασα, αλλ΄ ο ευγενέστατος ναύαρχος σταματήσας αυτήν, λέγει μετά γλυκείας πραότητος.
- Καϋμένη! Πόσον έσφαλες! Εις τον Λειτουργόν του Υψίστου πρώτα να πας! Εις τον Λειτουργόν!
Και έδειξε τον παπα-Χαρίλαον με την δεξιάν του.»
Τέλος, ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης κλείνει την αφήγησή του με ρομαντική - ψυχογραφική διάθεση όπου είναι εμφανή τα στοιχεία της υπερβατικότητας και της νοσταλγίας.
«Ο ναΐσκος του Πυρπολητού κοσμήματα ελάχιστα φέρει πλέον.
Αλλά τα ελάχιστα εκείνα κοσμήματα, αναπαριστάνουν εις την φαντασίαν μου οσάκις μεταβαίνω εκεί, όλους τους αθανάτους άθλους του ναυάρχου και τα ναυτικά του κατορθώματα με την παγκόσμιον φήμην ευκλεώς στεφανωμένα.
Επὶ του τοίχου του ναΐσκου, αντὶ πάσης άλλης τοιχογραφίας δεξιά και αριστερά είναι ζωγραφισμένα μέσω θυρεών και σημαιών, ως εν αρχαϊκή ζωφόρω περιθεούση άνω τους τοίχους, οι άθλοι και οι αγώνες του ενδόξου πυρπολητού με την χρονολογίαν του έκαστος.
Ταύτα θεωρών μετ’ ευλαβείας ο εκκλησιαζόμενος καταλαμβάνεται από μίαν ιεράν κατάνυξιν οπού βρέχονται αι παρειαί του με δάκρυα.
Δίπλα εις το Δεσποτικόν υπάρχει το στασίδιον του Ναυάρχου, φέρον άνω επὶ του τοίχου την επιγραφήν:
Εξερχόμενος μίαν ημέραν τελευταίος από τον ιστορικόν ναΐσκον μετά το τέλος της Λειτουργίας, δεν ησθάνθην καμμίαν λύπην διότι δεν εύρον να κόψω εις το γυμνόν εκείνο οικόπεδον κανέν ανθύλλιον, τόσην ευωδίαν μου εφάνη ότι απέπνεεν η εν τω ιερώ εκείνω χώρω περικεκλεισμένη Εθνικὴ δόξα.
Εθάρρουν δε ότι διέβαινον από δάση πυκνά δαφνώνων ,δια μέσου θυρεών και σημαιών και τροπαίων εν γένει, τροπαίων οπού εύχομαι να ξαναϊδή η γενεά μας, δια να τα πιστεύση, ενώ τα πτηνά τά αόρατα έψαλλον αρμονικώς τον πρωϊνόν ύμνον των, όστις μέσα εις την ψυχήν μου αντήχει ως το αιώνιον Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος».
Επανερχόμενοι εις την σύγχρονη εποχή, το μεν ιστορικό σπίτι παραχώρησε τη θέση του σε άλλη μια απρόσωπη πολυκατοικία κατά την περίοδο της αντιπαροχής.
Στην είσοδό της τοποθετήθηκε μαρμάρινη επιγραφή αμφιβόλου αισθητικής.
Το δε Παρεκκλήσιο των Αγ. Αποστόλων (ανακηρυγμένο «ιστορικόν διατηρητέον μνημείον του Κράτους», βλ. Φ.Ε.Κ. 648/τ.Β/25-11-68) δυστυχώς υπέστη ολοσχερή καταστροφή από πυρκαγιά, που προκλήθηκε τον Ιούνιο του 1978.
Για την αναστήλωσή του δημιουργήθηκε από τους περιοίκους ο Σύλλογος Συντηρήσεως και Αναστηλώσεως Ι. Ναού Αγίων Αποστόλων «Κων/νου και Δεσποίνης Κανάρη», ο οποίος προχώρησε στην πλήρη ανακατασκευή του Παρεκκλησίου (1987-1989) με την επίβλεψη αρμοδίων Υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού.
Κατά την αναστήλωση ακολουθήθηκε επακριβώς το σχέδιο και η μορφή του παλαιού ναϊδρίου.
Στο στασίδι αυτό υπάρχει (και πάλι) λάβαρο του ναυτικού αγώνα και η Ελληνική σημαία.
Έτσι, σήμερα το εν λόγω «ξωκλήσι» κοσμεί την «πολύπαθη» συνοικία της Κυψέλης.
Βρίσκεται στην τομή των πεζοδρόμων Αγίων Αποστόλων και Σουμελά πλησίον της στάσης λεωφορείων ‘’Ζακύνθου’’, 450 μέτρα νοτίως της Πλατείας Κυψέλης (πρώην Κανάρη).
Εορτάζει πανηγυρικά στις 30 Ιουνίου ενώ την παραμονή γίνεται λιτανεία της εικόνας στους γύρω δρόμους συνοδεία (ενίοτε) αγήματος και μπάντας του Πολεμικού Ναυτικού.
Στις 2 Σεπτεμβρίου 2021 συμπληρώνονται 144 χρόνια από το θάνατο του Ήρωα, Ναυάρχου, Υπουργού και Πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Κανάρη.
Πηγή:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου